ισημέριος: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(18) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον (ΑΜ [[ἰσημέριος]], -ία, -ον, Α δωρ. τ. [[ἰσαμέριος]], -ον)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ία, -ον (ΑΜ [[ἰσημέριος]], -ία, -ον, Α δωρ. τ. [[ἰσαμέριος]], -ον)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ισημερία]]<br />η [[εξίσωση]] της [[χρονικής]] διάρκειας ημέρας και νύχτας, που [[είναι]] [[διαρκής]] στον ισημερινό, ενώ σε όλα τα άλλα [[πλάτη]] και για όλη τη Γη συμβαίνει δύο φορές το [[έτος]], [[δηλαδή]] στις 21 Μαρτίου (εαρινή [[ισημερία]]) και στις 22 Σεπτεμβρίου (φθινοπωρινή [[ισημερία]]), [[οπότε]] ο Ήλιος περνά [[πάνω]] από τα ισημερινά [[σημεία]] (το εαρινό και το φθινοπωρινό, αντίστοιχα) και [[επομένως]] [[κατά]] την ημερήσια [[πορεία]] του διαγράφει τον ισημερινό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ο δωρ. τ.) [[ἰσαμέριος]], -<i>ον</i><br />αυτός που διαρκεί ίσο [[διάστημα]] χρόνου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἰσημέριον]]<br />η [[ισημερία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέριος]], [[ἡμερία]], <i>ἡμέριον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:45, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ία, -ον (ΑΜ ἰσημέριος, -ία, -ον, Α δωρ. τ. ἰσαμέριος, -ον)
το θηλ. ως ουσ. η ισημερία
η εξίσωση της χρονικής διάρκειας ημέρας και νύχτας, που είναι διαρκής στον ισημερινό, ενώ σε όλα τα άλλα πλάτη και για όλη τη Γη συμβαίνει δύο φορές το έτος, δηλαδή στις 21 Μαρτίου (εαρινή ισημερία) και στις 22 Σεπτεμβρίου (φθινοπωρινή ισημερία), οπότε ο Ήλιος περνά πάνω από τα ισημερινά σημεία (το εαρινό και το φθινοπωρινό, αντίστοιχα) και επομένως κατά την ημερήσια πορεία του διαγράφει τον ισημερινό
αρχ.
1. (ο δωρ. τ.) ἰσαμέριος, -ον
αυτός που διαρκεί ίσο διάστημα χρόνου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσημέριον
η ισημερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἡμέριος, ἡμερία, ἡμέριον (< ἡμέρα)].