ἡμικύκλιος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source
(16)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[ἡμικύκλιος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ημικυκλικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημικύκλιο</i><br />α) το μισό του κύκλου<br />β) <b>μαθ.</b> καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται [[ένας]] [[κύκλος]] από μια διάμετρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἡμικύκλιον]]<br />α) [[κάθισμα]], [[έδρανο]] ημικυκλικό<br />β) [[στρατιωτικός]] [[τακτικός]] [[σχηματισμός]]<br />γ) ημικυκλικό ηλιακό [[ρολόγι]]<br />δ) [[τόπος]] διαμορφωμένος αμφιθεατρικά, που περιορίζεται από λίθινα καθίσματα και χρησιμεύει για δημόσιες συναθροίσεις<br />ε) οι σειρές τών λίθινων καθισμάτων στο αρχαίο [[θέατρο]], που ήταν τοποθετημένες ημικυκλικά<br />στ) ο [[τόπος]] δημόσιων συνελεύσεων στη Σάμο<br />ζ) ημικυκλική [[βάση]] αγάλματος<br />η) [[θόλος]]<br />θ) θεατρική [[μηχανή]]<br />ι) ήμισφαίριον<br />ια) (στους αρχ. Ρωμαίους) ημικυκλικό [[αναπαυτήριο]] στις Θέρμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κύκλ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]])].
|mltxt=-ο (AM [[ἡμικύκλιος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ημικυκλικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημικύκλιο</i><br />α) το μισό του κύκλου<br />β) <b>μαθ.</b> καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται [[ένας]] [[κύκλος]] από μια διάμετρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἡμικύκλιον]]<br />α) [[κάθισμα]], [[έδρανο]] ημικυκλικό<br />β) [[στρατιωτικός]] [[τακτικός]] [[σχηματισμός]]<br />γ) ημικυκλικό ηλιακό [[ρολόγι]]<br />δ) [[τόπος]] διαμορφωμένος αμφιθεατρικά, που περιορίζεται από λίθινα καθίσματα και χρησιμεύει για δημόσιες συναθροίσεις<br />ε) οι σειρές τών λίθινων καθισμάτων στο αρχαίο [[θέατρο]], που ήταν τοποθετημένες ημικυκλικά<br />στ) ο [[τόπος]] δημόσιων συνελεύσεων στη Σάμο<br />ζ) ημικυκλική [[βάση]] αγάλματος<br />η) [[θόλος]]<br />θ) θεατρική [[μηχανή]]<br />ι) ήμισφαίριον<br />ια) (στους αρχ. Ρωμαίους) ημικυκλικό [[αναπαυτήριο]] στις Θέρμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κύκλ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]])].
}}
}}

Revision as of 12:45, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμικύκλιος Medium diacritics: ἡμικύκλιος Low diacritics: ημικύκλιος Capitals: ΗΜΙΚΥΚΛΙΟΣ
Transliteration A: hēmikýklios Transliteration B: hēmikyklios Transliteration C: imikyklios Beta Code: h(miku/klios

English (LSJ)

ον, (κύκλος)

   A semicircular, Sch. A.R.4.1613:—also ἡμί-κυκλος, ον, στοά Philostr.Im.1.12, cf. Hld.8.14.    II as Subst., ἡμι-κύκλιον, τό, semicircle, Arist.APo.41b17, Ph. 264b24; hemisphere, Ach.Tat.Intr.Arat.27, Heph.Astr.2.11; of a tactical formation, κατὰ τὸ ἡ. Onos.21.5.    2 a place for public entertainment or meeting, Plu.Alc.17, Nic.12; Place of assembly at Samos, Porph.VP9.    3 semicircular seat, armchair, Cic.Lael.1.2, Poll.6.9.    4 semicircular dial, Vitr.9.8.1.    5 semicircular statue-base, IG11(2).287B73 (Delos, iii B.C.), BCH29.543 (ibid.); drum of a half-column, Rev.Phil.43.182 (Didym.).    6 barrel-vault, Ph.Bel. 87.12.    7 theatrical machine, described by Poll.4.127, 131.

German (Pape)

[Seite 1168] halbkreisförmig, Schol. Ap. Rh. 4, 1614 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικύκλιος: -ον, (κύκλος) ἀνήκων εἰς ἥμισυ κύκλον, semicircularis, Σχόλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1614· ― ὡσαύτως, ἡμίκυκλος, Ἡλιόδ. 8. 14. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡμίκυκλον, τό, ἡμικύκλιον, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 1, 4, κτλ. 2) τὰ πρῶτα ἑδώλια τοῦ θεάτρου τὰ πλησιέστατα πρὸς τὴν ὀρχήστραν, Πολυδ. Δ΄ 127, 131, Φωτ.· τόπος πρὸς δημόσιαν εὐωχίαν ἢ συνεδρίαν, Πλούτ. Ἀλκιβ. 17. Νικ. 12, πρβλ. Ἰάμβλ. Βίῳ Πυθ. 26. 3) ἕδρα ἡμικυκλώδης, Cic. Lael. 1, Πολυδ. Ϛ΄, 9. 4) ἡμικυκλικὸν ὡρολόγιον (ἡλιακόν), Vitruv. 9. 8.

Greek Monolingual

-ο (AM ἡμικύκλιος, -ον)
1. ημικυκλικός
2. το ουδ. ως ουσ. το ημικύκλιο
α) το μισό του κύκλου
β) μαθ. καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από μια διάμετρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμικύκλιον
α) κάθισμα, έδρανο ημικυκλικό
β) στρατιωτικός τακτικός σχηματισμός
γ) ημικυκλικό ηλιακό ρολόγι
δ) τόπος διαμορφωμένος αμφιθεατρικά, που περιορίζεται από λίθινα καθίσματα και χρησιμεύει για δημόσιες συναθροίσεις
ε) οι σειρές τών λίθινων καθισμάτων στο αρχαίο θέατρο, που ήταν τοποθετημένες ημικυκλικά
στ) ο τόπος δημόσιων συνελεύσεων στη Σάμο
ζ) ημικυκλική βάση αγάλματος
η) θόλος
θ) θεατρική μηχανή
ι) ήμισφαίριον
ια) (στους αρχ. Ρωμαίους) ημικυκλικό αναπαυτήριο στις Θέρμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κύκλ-ιος (< κύκλος)].