Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ετεροσχημάτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(14)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτεροσχημάτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικά σχηματισμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἑτεροσχημάτιστον]]<br />η [[εναλλαγή]] γραμματικού τύπου ως ρητορικό [[σχήμα]], όπως ενός ρήματος σε [[μετοχή]] ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχηματίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σχημάτιστος</i>].
|mltxt=[[ἑτεροσχημάτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικά σχηματισμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἑτεροσχημάτιστον]]<br />η [[εναλλαγή]] γραμματικού τύπου ως ρητορικό [[σχήμα]], όπως ενός ρήματος σε [[μετοχή]] ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχηματίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σχημάτιστος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:45, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἑτεροσχημάτιστος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι διαφορετικά σχηματισμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεροσχημάτιστον
η εναλλαγή γραμματικού τύπου ως ρητορικό σχήμα, όπως ενός ρήματος σε μετοχή ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχηματιστος (< σχηματίζω), πρβλ. α-σχημάτιστος].