στρούθειος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(4)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, θηλ. και -εία και τ. ουδ. στρούθιον και [[τρούθιον]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[στρούθειον]] και <i>στρούθιον</i><br />[[φυτό]] κατάλληλο για τον καθαρισμό του μαλλιού και τών υφασμάτων, κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[σαπουνόχορτο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στρούθειον]] [[κρέας]]» — [[κρέας]] από στρουθοκάμηλο<br />β) «[[στρούθειον]] [[μῆλον]]» ή [[απλώς]] «[[στρούθειον]]» — [[είδος]] κυδωνιών (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]]. Ο παρλλ. τ. [[τρούθιον]] μπορεί πιθ. να ερμηνευθεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>τρουθός</i> της λ. [[στρουθός]] ([[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> τα ανθρωπωνύμια <i>Τροῦθος</i>, <i>Τρούθων</i>)].
|mltxt=-ον, θηλ. και -εία και τ. ουδ. στρούθιον και [[τρούθιον]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[στρούθειον]] και <i>στρούθιον</i><br />[[φυτό]] κατάλληλο για τον καθαρισμό του μαλλιού και τών υφασμάτων, κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[σαπουνόχορτο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στρούθειον]] [[κρέας]]» — [[κρέας]] από στρουθοκάμηλο<br />β) «[[στρούθειον]] [[μῆλον]]» ή [[απλώς]] «[[στρούθειον]]» — [[είδος]] κυδωνιών (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]]. Ο παρλλ. τ. [[τρούθιον]] μπορεί πιθ. να ερμηνευθεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>τρουθός</i> της λ. [[στρουθός]] ([[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> τα ανθρωπωνύμια <i>Τροῦθος</i>, <i>Τρούθων</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στρούθειος:''' воробьиный или страусовый: [[στρούθειον]] [[μῆλον]] Anth. воробьиное яблоко (род айвы).
|elrutext='''στρούθειος:''' воробьиный или страусовый: [[στρούθειον]] [[μῆλον]] Anth. воробьиное яблоко (род айвы).
}}
}}

Revision as of 12:50, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρούθειος Medium diacritics: στρούθειος Low diacritics: στρούθειος Capitals: ΣΤΡΟΥΘΕΙΟΣ
Transliteration A: stroútheios Transliteration B: stroutheios Transliteration C: stroytheios Beta Code: strou/qeios

English (LSJ)

α, ον,

   A of an ostrich, ᾠόν PMich.Zen.9r.2 (iii B.C.); ὀειὸν( = ᾠόν) τρούθ[ιον] Sammelb.7243.21 (iv A.D.); cf. στρουθός fin.    2 (sc. κρέας),= passerina caro, Gloss. (written stroiton).    II -ειον μῆλον, τό, a kind of quince, Pyrus Cydonia, AP6.252 (Antiphil.); so without μῆλον, Nic.Al.234; also written στρούθιον, Thphr.HP2.2.5, Dsc. 1.115, cf. Philem.1, Gal.6.450 (parox.), 602.    III -ειον,= στρουθός 111, soap-wort, Saponaria officinalis, Orph.A.960, Hp.Nat.Mul. 32, Thphr.HP6.4.3, Eub.104 (lyr.), PCair.Zen.430.15 (iii B.C.), Dsc.2.163, POxy.1088.26 (i A.D.), Aret.CA1.2; usu. written στρούθιον in codd., but στρούθειον in Orph.l.c., corroborated by the metre and by στρούθεον in PCair.Zen.l.c.; the metre is doubtful in Eub. l.c.; both στρούθιον and -ειον are found in PHolm.., 15.2, al., 25.22.

German (Pape)

[Seite 955] vom od. zum Vogel, zum Spatz oder Strauß gehörig. – Aber στρούθειον μῆλον bei Antiphil. 3 (VI, 252) ist = στρουθίον 3.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -εία και τ. ουδ. στρούθιον και τρούθιον Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρούθειον και στρούθιον
φυτό κατάλληλο για τον καθαρισμό του μαλλιού και τών υφασμάτων, κν. γνωστό σήμερα ως σαπουνόχορτο
3. φρ. α) «στρούθειον κρέας» — κρέας από στρουθοκάμηλο
β) «στρούθειον μῆλον» ή απλώς «στρούθειον» — είδος κυδωνιών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Ο παρλλ. τ. τρούθιον μπορεί πιθ. να ερμηνευθεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. τρουθός της λ. στρουθός (χωρίς αρκτικό σ-, πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Τροῦθος, Τρούθων)].

Russian (Dvoretsky)

στρούθειος: воробьиный или страусовый: στρούθειον μῆλον Anth. воробьиное яблоко (род айвы).