εύδιος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[εὔδιος]], -ον) [[ευδία]]<br />(για καιρό, αέρα, [[θάλασσα]] <b>κ.λπ.</b>) [[γαλήνιος]], [[ήσυχος]], [[λαμπρός]], [[ανέφελος]] («χειμὼν [[εὔδιος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[φαιδρός]], [[ήπιος]] («[[εὔδιος]] ἡ [[ψυχή]]», Ιουστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ειρηνικός]], [[ήσυχος]] («[[εὔδιος]] καὶ γαληνὸς [[βίος]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[εὔδιον]]<br />η [[ιδιότητα]] του ευδίου («τὸ [[εὔδιον]] τοῡ προσώπου», Μαρκ. Αυρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ασχολείται με [[κάτι]] όταν [[είναι]] [[καλοκαιρία]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρνει [[καλοκαιρία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὔδιον]] και [[εὐδία]] (Α), <i>εὐδίως</i> (Μ)<br />με [[γαλήνη]], [[ήσυχα]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[εὔδιος]], -ον) [[ευδία]]<br />(για καιρό, αέρα, [[θάλασσα]] <b>κ.λπ.</b>) [[γαλήνιος]], [[ήσυχος]], [[λαμπρός]], [[ανέφελος]] («χειμὼν [[εὔδιος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[φαιδρός]], [[ήπιος]] («[[εὔδιος]] ἡ [[ψυχή]]», Ιουστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ειρηνικός]], [[ήσυχος]] («[[εὔδιος]] καὶ γαληνὸς [[βίος]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[εὔδιον]]<br />η [[ιδιότητα]] του ευδίου («τὸ [[εὔδιον]] τοῡ προσώπου», Μαρκ. Αυρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ασχολείται με [[κάτι]] όταν [[είναι]] [[καλοκαιρία]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρνει [[καλοκαιρία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὔδιον]] και [[εὐδία]] (Α), <i>εὐδίως</i> (Μ)<br />με [[γαλήνη]], [[ήσυχα]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 14 January 2019

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὔδιος, -ον) ευδία
(για καιρό, αέρα, θάλασσα κ.λπ.) γαλήνιος, ήσυχος, λαμπρός, ανέφελος («χειμὼν εὔδιος», Ιπποκρ.)
μσν.-αρχ.
(για πρόσ.) φαιδρός, ήπιοςεὔδιοςψυχή», Ιουστ.)
αρχ.
1. ειρηνικός, ήσυχοςεὔδιος καὶ γαληνὸς βίος», Φίλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔδιον
η ιδιότητα του ευδίου («τὸ εὔδιον τοῡ προσώπου», Μαρκ. Αυρ.)
3. αυτός που ασχολείται με κάτι όταν είναι καλοκαιρία
4. αυτός που φέρνει καλοκαιρία.
επίρρ...
εὔδιον και εὐδία (Α), εὐδίως (Μ)
με γαλήνη, ήσυχα.