Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επίσταθμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίσταθμος]], -ον) [[σταθμός]]<br />αυτός που σταθμεύει σε έναν [[τόπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[επίσταθμος]]<br />ο [[επιμελητής]] της επισταθμίας, αυτός που πήρε [[εντολή]] να προετοιμάσει [[επισταθμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[φρουρός]] στην είσοδο σταθμού<br /><b>2.</b> ο [[υπεύθυνος]] του συμποσίου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐπίσταθμος]]<br />[[επόπτης]] της διοίκησης<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[ἐπίσταθμα]]<br />πρόσθετα [[σταθμά]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίσταθμος]], -ον) [[σταθμός]]<br />αυτός που σταθμεύει σε έναν [[τόπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[επίσταθμος]]<br />ο [[επιμελητής]] της επισταθμίας, αυτός που πήρε [[εντολή]] να προετοιμάσει [[επισταθμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[φρουρός]] στην είσοδο σταθμού<br /><b>2.</b> ο [[υπεύθυνος]] του συμποσίου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπίσταθμος]]<br />[[επόπτης]] της διοίκησης<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[ἐπίσταθμα]]<br />πρόσθετα [[σταθμά]].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίσταθμος, -ον) σταθμός
αυτός που σταθμεύει σε έναν τόπο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίσταθμος
ο επιμελητής της επισταθμίας, αυτός που πήρε εντολή να προετοιμάσει επισταθμία
αρχ.
1. ο φρουρός στην είσοδο σταθμού
2. ο υπεύθυνος του συμποσίου
3. το αρσ. ως ουσ.ἐπίσταθμος
επόπτης της διοίκησης
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίσταθμα
πρόσθετα σταθμά.