κούρνια: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(21)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα του ορνιθώνα, [[πάνω]] στα οποία κοιμούνται οι όρνιθες, η [[κοίτη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοιτώνας]], [[κατάλυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κούρνια]] προήλθε πιθ. από τον διαλεκτ. τ. <i>κορογωνιά</i> μέσω άλλων διαλεκτ. τ.: <i>κορογωνιά</i> («[[γωνιά]] όπου άναβαν [[φωτιά]], [[εστία]]») &GT; <i>κορωνιά</i> (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>γ</i>- και [[απλοποίηση]] τών -<i>ο</i>- και -<i>ω</i>-) &GT; <i>κουρουνιά</i> («[[προκοπή]], [[ευτυχία]]») με [[κώφωση]] (<i>κο</i>-&GT; <i>κου</i>-) και [[αφομοίωση]] (-<i>ρου</i>-) &GT; <i>κουρνιά</i> («[[σπίτι]], [[φωλιά]]»), με σίγηση του -<i>ου</i>- &GT; [[κούρνια]], με αναβιβασμό του τόνου αναλογικά [[προς]] το συνώνυμο ουσ. [[κοίτη]].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα του ορνιθώνα, [[πάνω]] στα οποία κοιμούνται οι όρνιθες, η [[κοίτη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοιτώνας]], [[κατάλυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κούρνια]] προήλθε πιθ. από τον διαλεκτ. τ. <i>κορογωνιά</i> μέσω άλλων διαλεκτ. τ.: <i>κορογωνιά</i> («[[γωνιά]] όπου άναβαν [[φωτιά]], [[εστία]]») > <i>κορωνιά</i> (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>γ</i>- και [[απλοποίηση]] τών -<i>ο</i>- και -<i>ω</i>-) > <i>κουρουνιά</i> («[[προκοπή]], [[ευτυχία]]») με [[κώφωση]] (<i>κο</i>-> <i>κου</i>-) και [[αφομοίωση]] (-<i>ρου</i>-) > <i>κουρνιά</i> («[[σπίτι]], [[φωλιά]]»), με σίγηση του -<i>ου</i>- > [[κούρνια]], με αναβιβασμό του τόνου αναλογικά [[προς]] το συνώνυμο ουσ. [[κοίτη]].
}}
}}

Latest revision as of 15:19, 15 January 2019

Greek Monolingual

η
1. τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα του ορνιθώνα, πάνω στα οποία κοιμούνται οι όρνιθες, η κοίτη
2. (για πρόσ.) κοιτώνας, κατάλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κούρνια προήλθε πιθ. από τον διαλεκτ. τ. κορογωνιά μέσω άλλων διαλεκτ. τ.: κορογωνιάγωνιά όπου άναβαν φωτιά, εστία») > κορωνιά (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ- και απλοποίηση τών -ο- και -ω-) > κουρουνιάπροκοπή, ευτυχία») με κώφωση (κο-> κου-) και αφομοίωση (-ρου-) > κουρνιάσπίτι, φωλιά»), με σίγηση του -ου- > κούρνια, με αναβιβασμό του τόνου αναλογικά προς το συνώνυμο ουσ. κοίτη.