μπουκώνω: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(26) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>1.</b> [[γεμίζω]] το [[στόμα]] κάποιου με [[φαγητό]] («όλο το μπουκώνεις το [[παιδί]] και θα πνιγεί»)<br /><b>2.</b> [[παρεμποδίζω]] [[λειτουργία]] με υπερβολική [[τροφοδοσία]]<br /><b>3.</b> υπερπληρώνω [[κάτι]], [[παραγεμίζω]], [[στουμπώνω]], [[καργάρω]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> φράζομαι, βουλώνω, δυσλειτουργώ ή [[σταματώ]] λόγω υπερπλήρωσης («μπούκωσε το [[μηχάνημα]]»)<br /><b>4.</b> [[δωροδοκώ]] κάποιον για να πετύχω [[κάτι]] («μπούκωσε πολλούς και αθωώθηκε»)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>μπουκώνομαι</i><br />α) δυσκολεύομαι να αναπνεύσω από [[συνάχι]]<br />β) δυσκολεύομαι να καταπιώ λόγω [[μεγάλης]] μπουκιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐμ</i>-<i>βουκώνω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐμ</i>-[[βαίνω]] | |mltxt=<b>1.</b> [[γεμίζω]] το [[στόμα]] κάποιου με [[φαγητό]] («όλο το μπουκώνεις το [[παιδί]] και θα πνιγεί»)<br /><b>2.</b> [[παρεμποδίζω]] [[λειτουργία]] με υπερβολική [[τροφοδοσία]]<br /><b>3.</b> υπερπληρώνω [[κάτι]], [[παραγεμίζω]], [[στουμπώνω]], [[καργάρω]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> φράζομαι, βουλώνω, δυσλειτουργώ ή [[σταματώ]] λόγω υπερπλήρωσης («μπούκωσε το [[μηχάνημα]]»)<br /><b>4.</b> [[δωροδοκώ]] κάποιον για να πετύχω [[κάτι]] («μπούκωσε πολλούς και αθωώθηκε»)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>μπουκώνομαι</i><br />α) δυσκολεύομαι να αναπνεύσω από [[συνάχι]]<br />β) δυσκολεύομαι να καταπιώ λόγω [[μεγάλης]] μπουκιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐμ</i>-<i>βουκώνω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐμ</i>-[[βαίνω]] > [[μπαίνω]] <span style="color: red;"><</span> [[βούκα]] «[[στόμα]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:20, 15 January 2019
Greek Monolingual
1. γεμίζω το στόμα κάποιου με φαγητό («όλο το μπουκώνεις το παιδί και θα πνιγεί»)
2. παρεμποδίζω λειτουργία με υπερβολική τροφοδοσία
3. υπερπληρώνω κάτι, παραγεμίζω, στουμπώνω, καργάρω
3. (αμτβ.) φράζομαι, βουλώνω, δυσλειτουργώ ή σταματώ λόγω υπερπλήρωσης («μπούκωσε το μηχάνημα»)
4. δωροδοκώ κάποιον για να πετύχω κάτι («μπούκωσε πολλούς και αθωώθηκε»)
5. μέσ. μπουκώνομαι
α) δυσκολεύομαι να αναπνεύσω από συνάχι
β) δυσκολεύομαι να καταπιώ λόγω μεγάλης μπουκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμ-βουκώνω (πρβλ. ἐμ-βαίνω > μπαίνω < βούκα «στόμα»].