Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
1. γεμίζω κάτι ώς επάνω, παραγεμίζω, τυλώνω
2. τεχνολ. α) υπερφορτώνω
β) σφίγγω δυνατά, τεντώνω, τεζάρω
3.ναυτ. τοποθετώ πλοίο πάνω στη ναυπηγική κλίνη για επιθεώρηση ή επισκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cargar].