τονθορίζω: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(41)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τονθορύζω]] ΝΑ, και [[τονθρύζω]] Α<br />[[μουρμουρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μουγκρίζω]] («ἐτονθόρυζε ταῡρος <span style="color: red;"><</span> ὡς&GT; [[νεοσφαγής]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>τορθορύζω</i> με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>-, από το θ. <i>θορυ</i>- του [[θόρυβος]] με αναδιπλασιασμό. Αρχαιότερος θεωρείται ο τ. [[τονθορύζω]] που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γογγ</i>-<i>ύζω</i>, <i>ὀλολ</i>-<i>ύζω</i>), απ' όπου ο τ. [[τονθρύζω]] με [[συγκοπή]]. Τέλος, ο τ. [[τονθορίζω]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]] [[σχηματισμός]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>].
|mltxt=και [[τονθορύζω]] ΝΑ, και [[τονθρύζω]] Α<br />[[μουρμουρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μουγκρίζω]] («ἐτονθόρυζε ταῡρος <span style="color: red;"><</span> ὡς> [[νεοσφαγής]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>τορθορύζω</i> με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>-, από το θ. <i>θορυ</i>- του [[θόρυβος]] με αναδιπλασιασμό. Αρχαιότερος θεωρείται ο τ. [[τονθορύζω]] που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γογγ</i>-<i>ύζω</i>, <i>ὀλολ</i>-<i>ύζω</i>), απ' όπου ο τ. [[τονθρύζω]] με [[συγκοπή]]. Τέλος, ο τ. [[τονθορίζω]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]] [[σχηματισμός]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>].
}}
}}

Revision as of 15:21, 15 January 2019

Greek Monolingual

και τονθορύζω ΝΑ, και τονθρύζω Α
μουρμουρίζω
αρχ.
μουγκρίζω («ἐτονθόρυζε ταῡρος < ὡς> νεοσφαγής», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος μέσω ενός αμάρτυρου τ. τορθορύζω με ανομοίωση του -ρ-, από το θ. θορυ- του θόρυβος με αναδιπλασιασμό. Αρχαιότερος θεωρείται ο τ. τονθορύζω που εμφανίζει επίθημα -ύζω (πρβλ. γογγ-ύζω, ὀλολ-ύζω), απ' όπου ο τ. τονθρύζω με συγκοπή. Τέλος, ο τ. τονθορίζω είναι μεταγενέστερος σχηματισμός, κατά τα ρ. σε -ίζω].