εντρέχεια: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(12)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐντρέχεια]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[άσκηση]], [[δεξιότητα]], [[ικανότητα]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐντρέχειαι τῶν ζῴων» — φυσικές ορμές, ένστικτα<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> [[ένστικτο]]<br /><b>4.</b> [[τρόπος]] επεξεργασίας ενός προϊόντος («μετήνεγκαν τὴν ἰουδαϊκὴν ἐντρέχειαν... τοῡ φοίνικος», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=[[ἐντρέχεια]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[άσκηση]], [[δεξιότητα]], [[ικανότητα]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐντρέχειαι τῶν ζῴων» — φυσικές ορμές, ένστικτα<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> [[ένστικτο]]<br /><b>4.</b> [[τρόπος]] επεξεργασίας ενός προϊόντος («μετήνεγκαν τὴν ἰουδαϊκὴν ἐντρέχειαν... τοῦ φοίνικος», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἐντρέχεια, η (AM)
1. άσκηση, δεξιότητα, ικανότητα για κάτι
2. φρ. «ἐντρέχειαι τῶν ζῴων» — φυσικές ορμές, ένστικτα
3. γεν. ένστικτο
4. τρόπος επεξεργασίας ενός προϊόντος («μετήνεγκαν τὴν ἰουδαϊκὴν ἐντρέχειαν... τοῦ φοίνικος», Στράβ.).