βροτούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(7)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=βροτοῡμαι (-όομαι) (AM)<br />(για την ενανθρώπιση του Χριστού) [[γίνομαι]] [[άνθρωπος]], ενσαρκώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br />λερώνομαι με ανθρώπινο [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] με τη σημ. «[[γίνομαι]] [[άνθρωπος]]» και <span style="color: red;"><</span> [[βρότος]] με την αρχ. σημ. «λερώνομαι με ανθρώπινο [[αίμα]]»].
|mltxt=βροτοῦμαι (-όομαι) (AM)<br />(για την ενανθρώπιση του Χριστού) [[γίνομαι]] [[άνθρωπος]], ενσαρκώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br />λερώνομαι με ανθρώπινο [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] με τη σημ. «[[γίνομαι]] [[άνθρωπος]]» και <span style="color: red;"><</span> [[βρότος]] με την αρχ. σημ. «λερώνομαι με ανθρώπινο [[αίμα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

βροτοῦμαι (-όομαι) (AM)
(για την ενανθρώπιση του Χριστού) γίνομαι άνθρωπος, ενσαρκώνομαι
αρχ.
λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός με τη σημ. «γίνομαι άνθρωπος» και < βρότος με την αρχ. σημ. «λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα»].