εξασφαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(12)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξασφαλίζω]]) [[ασφαλίζω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] ασφαλή, [[κατοχυρώνω]]<br />(«ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ' αὐτόν», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] ή [[κατορθώνω]] να προφυλάξω [[κάτι]] που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με [[υποθήκη]]»)<br /><b>3.</b> (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το [[μέλλον]] μου («[[είμαι]] εξασφαλισμένος», «έχω εξασφαλιστεί»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προφυλάσσω]] από [[βλάβη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εμποδίζω]] («ἐξασφαλιζόμενος αὐτὸν τοῡ μὴ δῆσαι χεῑρας εἰς ἕτερον βαρβάτην», Κων. Πορφυρογ.).
|mltxt=(AM [[ἐξασφαλίζω]]) [[ασφαλίζω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] ασφαλή, [[κατοχυρώνω]]<br />(«ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ' αὐτόν», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] ή [[κατορθώνω]] να προφυλάξω [[κάτι]] που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με [[υποθήκη]]»)<br /><b>3.</b> (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το [[μέλλον]] μου («[[είμαι]] εξασφαλισμένος», «έχω εξασφαλιστεί»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προφυλάσσω]] από [[βλάβη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εμποδίζω]] («ἐξασφαλιζόμενος αὐτὸν τοῦ μὴ δῆσαι χεῑρας εἰς ἕτερον βαρβάτην», Κων. Πορφυρογ.).
}}
}}

Revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ἐξασφαλίζω) ασφαλίζω
1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω
(«ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ' αὐτόν», Φιλόδ.)
2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη»)
3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον μου («είμαι εξασφαλισμένος», «έχω εξασφαλιστεί»)
μσν.- νεοελλ.
προφυλάσσω από βλάβη
μσν.
εμποδίζω («ἐξασφαλιζόμενος αὐτὸν τοῦ μὴ δῆσαι χεῑρας εἰς ἕτερον βαρβάτην», Κων. Πορφυρογ.).