εποπτεύω: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐποπτεύω]]) [[επόπτης]]<br /><b>1.</b> [[επιβλέπω]], [[επιτηρώ]] (α. «εποπτεύει τα λιμενικά έργα» β. «[[ἄλλοτε]] ἄλλον ἐποπτεύει [[χάρις]]... φόρμιγγι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για νόμους <b>κ.λπ.</b>) [[επαγρυπνώ]] για την τήρησή τους («τῶν περὶ νόμους ἐποπτευόντων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] την τελευταία [[μύηση]], τον τελευταίο βαθμό στα ελευσίνια μυστήρια («ἥν ἐκ | |mltxt=(AM [[ἐποπτεύω]]) [[επόπτης]]<br /><b>1.</b> [[επιβλέπω]], [[επιτηρώ]] (α. «εποπτεύει τα λιμενικά έργα» β. «[[ἄλλοτε]] ἄλλον ἐποπτεύει [[χάρις]]... φόρμιγγι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για νόμους <b>κ.λπ.</b>) [[επαγρυπνώ]] για την τήρησή τους («τῶν περὶ νόμους ἐποπτευόντων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] την τελευταία [[μύηση]], τον τελευταίο βαθμό στα ελευσίνια μυστήρια («ἥν ἐκ τοῦ ξενίζειν τε καὶ μυεῑν καὶ ἐποπτεύειν πραγματεύονται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρατηρώ]] ως [[επόπτης]] στα ελευσίνια μυστήρια («φάσματα μυούμενοί τε καὶ ἐποπτεύοντες ἐν αὐγῇ καθαρᾷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μελετώ]], [[σπουδάζω]]<br /><b>4.</b> [[διατηρώ]], [[διασώζω]] («ἐποπτεύσαντες τὴν ἐν φόβῳ ἁγνὴν ἀναστροφὴν ὑμῶν», ΚΔ). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 15 February 2019
Greek Monolingual
(AM ἐποπτεύω) επόπτης
1. επιβλέπω, επιτηρώ (α. «εποπτεύει τα λιμενικά έργα» β. «ἄλλοτε ἄλλον ἐποπτεύει χάρις... φόρμιγγι», Πίνδ.)
2. (για νόμους κ.λπ.) επαγρυπνώ για την τήρησή τους («τῶν περὶ νόμους ἐποπτευόντων», Πλάτ.)
αρχ.
1. παίρνω την τελευταία μύηση, τον τελευταίο βαθμό στα ελευσίνια μυστήρια («ἥν ἐκ τοῦ ξενίζειν τε καὶ μυεῑν καὶ ἐποπτεύειν πραγματεύονται», Πλάτ.)
2. παρατηρώ ως επόπτης στα ελευσίνια μυστήρια («φάσματα μυούμενοί τε καὶ ἐποπτεύοντες ἐν αὐγῇ καθαρᾷ», Πλάτ.)
3. μελετώ, σπουδάζω
4. διατηρώ, διασώζω («ἐποπτεύσαντες τὴν ἐν φόβῳ ἁγνὴν ἀναστροφὴν ὑμῶν», ΚΔ).