εφάπαξ: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐφάπαξ]])<br /><b>επίρρ.</b> για μια [[φορά]], μια και καλή, μια για [[πάντα]] («τοῡτο γὰρ ἐποίησεν [ο Ιησούς] [[ἐφάπαξ]] ἑαυτὸν ἀνενέγκας», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρηματικά ποσά) σε μία μόνο [[δόση]], για μια [[φορά]], [[κυρίως]] για χρηματική [[παροχή]] σε υπάλληλο που εξέρχεται από την [[υπηρεσία]] του («θα πάρει [[σύνταξη]] και επτακόσιες χιλιάδες [[εφάπαξ]]»)<br /><b>2.</b> (ως ουσ. με [[άρθρο]]) το [[εφάπαξ]]<br />το καθορισμένο από τον νόμο χρηματικό [[ποσό]] που παίρνει ύστερα από πολυετή [[υπηρεσία]] ο [[υπάλληλος]] που αποχωρεί λόγω ορίου ηλικίας ή για [[άλλη]] [[αιτία]] («με το [[εφάπαξ]] θα αγοράσω ένα [[αυτοκίνητο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμέσως]], συγχρόνως, την [[ίδια]] [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἅπαξ]].
|mltxt=(Α [[ἐφάπαξ]])<br /><b>επίρρ.</b> για μια [[φορά]], μια και καλή, μια για [[πάντα]] («τοῦτο γὰρ ἐποίησεν [ο Ιησούς] [[ἐφάπαξ]] ἑαυτὸν ἀνενέγκας», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρηματικά ποσά) σε μία μόνο [[δόση]], για μια [[φορά]], [[κυρίως]] για χρηματική [[παροχή]] σε υπάλληλο που εξέρχεται από την [[υπηρεσία]] του («θα πάρει [[σύνταξη]] και επτακόσιες χιλιάδες [[εφάπαξ]]»)<br /><b>2.</b> (ως ουσ. με [[άρθρο]]) το [[εφάπαξ]]<br />το καθορισμένο από τον νόμο χρηματικό [[ποσό]] που παίρνει ύστερα από πολυετή [[υπηρεσία]] ο [[υπάλληλος]] που αποχωρεί λόγω ορίου ηλικίας ή για [[άλλη]] [[αιτία]] («με το [[εφάπαξ]] θα αγοράσω ένα [[αυτοκίνητο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμέσως]], συγχρόνως, την [[ίδια]] [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἅπαξ]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἐφάπαξ)
επίρρ. για μια φορά, μια και καλή, μια για πάντα («τοῦτο γὰρ ἐποίησεν [ο Ιησούς] ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (για χρηματικά ποσά) σε μία μόνο δόση, για μια φορά, κυρίως για χρηματική παροχή σε υπάλληλο που εξέρχεται από την υπηρεσία του («θα πάρει σύνταξη και επτακόσιες χιλιάδες εφάπαξ»)
2. (ως ουσ. με άρθρο) το εφάπαξ
το καθορισμένο από τον νόμο χρηματικό ποσό που παίρνει ύστερα από πολυετή υπηρεσία ο υπάλληλος που αποχωρεί λόγω ορίου ηλικίας ή για άλλη αιτία («με το εφάπαξ θα αγοράσω ένα αυτοκίνητο»)
αρχ.
αμέσως, συγχρόνως, την ίδια στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅπαξ.