κυανίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(3)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κυανίζω]]) [[κύανος]]<br /><b>1.</b> [[αποκλίνω]] [[προς]] το κυανό [[χρώμα]], [[φαίνομαι]] σκουρογάλαζος («τὸ κυανίζον τοῡ ἴου», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[πάσχω]] από [[κυάνωση]] («οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡντες... ἱματίων ῥάκη κυανιζόντων κατέχοντες», Ιωάνν. Χρύσ.).
|mltxt=(AM [[κυανίζω]]) [[κύανος]]<br /><b>1.</b> [[αποκλίνω]] [[προς]] το κυανό [[χρώμα]], [[φαίνομαι]] σκουρογάλαζος («τὸ κυανίζον τοῦ ἴου», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[πάσχω]] από [[κυάνωση]] («οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡντες... ἱματίων ῥάκη κυανιζόντων κατέχοντες», Ιωάνν. Χρύσ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κυᾰνίζω:''' быть темно-синим (τὸ [[νέφος]] κυανίζει Plut.).
|elrutext='''κυᾰνίζω:''' быть темно-синим (τὸ [[νέφος]] κυανίζει Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυᾰνίζω Medium diacritics: κυανίζω Low diacritics: κυανίζω Capitals: ΚΥΑΝΙΖΩ
Transliteration A: kyanízō Transliteration B: kyanizō Transliteration C: kyanizo Beta Code: kuani/zw

English (LSJ)

= foreg., Dsc.1.1, Placit.3.5.12; of varicose veins, Gal.13.460.

German (Pape)

[Seite 1521] dasselbe, Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνίζω: τῷ προηγ., Διοσκ. 1. 1.

French (Bailly abrégé)

être d’un bleu sombre.
Étymologie: κύανος.

Greek Monolingual

(AM κυανίζω) κύανος
1. αποκλίνω προς το κυανό χρώμα, φαίνομαι σκουρογάλαζος («τὸ κυανίζον τοῦ ἴου», Γρηγ. Νύσσ.)
2. πάσχω από κυάνωση («οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡντες... ἱματίων ῥάκη κυανιζόντων κατέχοντες», Ιωάνν. Χρύσ.).

Russian (Dvoretsky)

κυᾰνίζω: быть темно-синим (τὸ νέφος κυανίζει Plut.).