κυάνωση

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

η (Α κυάνωσις)
νεοελλ.
1. η αλλαγή χρώματος προς το κυανό
2. ιατρ. κυανή χρώση του δέρματος και τών βλενογόννων—ιδιαίτερα εμφανής στα χείλη, στα πτερύγια της μύτης και στα νύχια— που αντιστοιχεί σε υπερβολική ποσότητα αναχθείσας, δηλαδή μη συνδεδεμένης με οξυγόνο, αιμοσφαιρίνης στο αίμα τών τριχοειδών αγγείων
3. μέθοδος αποχωρισμού πολύτιμων μετάλλων από τα χώματα και τα πετρώματα στα οποία περιέχονται, με χρησιμοποίηση κυανιούχων αλκαλίων, αλλ. κυανίωση
4. επίχριση μετάλλινων αντικειμένων με οξύ για προστασία από την οξείδωση
5. (τροφ. τεχνολ.) αλλοίωση, θόλωμα τών κρασιών που περιέχουν μικρές ποσότητες αλάτων τρισθενούς σιδήρου και ταννίνης
αρχ.
το βαθυκύανο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανό-ω/ < κύανος. Η λ. ως επιστημονικός όρος της ιατρικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cyanosis < νεώτ. λατ. cyanosis < κυάνωση].