κουφολογία: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κουφολογία]], ἡ (Α) [[κουφολογώ]]<br />απερίσκεπτα [[λόγια]] («τοῑς δὲ Ἀθηναῑοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῡ», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=[[κουφολογία]], ἡ (Α) [[κουφολογώ]]<br />απερίσκεπτα [[λόγια]] («τοῑς δὲ Ἀθηναῑοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῦ», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:45, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφολογία Medium diacritics: κουφολογία Low diacritics: κουφολογία Capitals: ΚΟΥΦΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: kouphología Transliteration B: kouphologia Transliteration C: koufologia Beta Code: koufologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A light talk, Th.4.28, App. Hisp.38, Plu.2.855b.

Greek (Liddell-Scott)

κουφολογία: ἡ, ἀκριτολογία, Θουκ. 4. 28, Ἀππ. Ἰβηρ. 38, Πλούτ. 2. 855Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parole dite à la légère.
Étymologie: κουφολόγος.

Greek Monolingual

κουφολογία, ἡ (Α) κουφολογώ
απερίσκεπτα λόγια («τοῑς δὲ Ἀθηναῑοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῦ», Θουκ.).

Greek Monotonic

κουφολογία: ἡ, κενά λόγια, ακριτολογία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κουφολογία: ἡ легкомысленные речи или пустая похвальба Thuc., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουφολογία -ας, ἡ [κοῦφος, λέγω] lichtzinnig gepraat, opschepperij.

Middle Liddell

κουφολογία, ἡ,
light talking, Thuc. [from κουφολόγος