παρεγγυώ: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
(31)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συνιστώ]], [[υποδεικνύω]] (α. «τοῡτ' ἐγὼ παρεγγυῶ», Μένανδρ.<br />β. «εἰρἡνην ἡμῑν παρεγγυᾷ», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> [[διατάσσω]], [[εκδίδω]] [[εντολή]] (α. «καθὼς ὁ Νόμος παρεγγυᾷ», Γρηγ. Νύσ.<br />β. «ταῡτα παρηγγύα [[πρός]] τινα», Άννα Κομν.)<br /><b>μσν.</b><br />[[υποδεικνύω]], [[υποδηλώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναθέτω]] σε κάποιον την [[φροντίδα]] («τοῑσι φίλοισι τὸν ξεῑνον παρηγγύα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταβιβάζω]] στρατιωτικό [[σύνθημα]] ή [[πρόσταγμα]] σε όλη τη [[γραμμή]] («[[σύνθημα]] παρεγγυήσας [[Ζεὺς]] [[σωτήρ]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[εγγυώμαι]], [[υπόσχομαι]] («σημεῑα δ' ἥξειν τῶνδέ μοι παρηγγύα ἤ σεισμὸν ἤ βροντήν τινα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βεβαιώνω]] εμπιστευτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐγγυῶ</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[εγγύη]])].
|mltxt=-άω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συνιστώ]], [[υποδεικνύω]] (α. «τοῦτ' ἐγὼ παρεγγυῶ», Μένανδρ.<br />β. «εἰρἡνην ἡμῑν παρεγγυᾷ», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> [[διατάσσω]], [[εκδίδω]] [[εντολή]] (α. «καθὼς ὁ Νόμος παρεγγυᾷ», Γρηγ. Νύσ.<br />β. «ταῡτα παρηγγύα [[πρός]] τινα», Άννα Κομν.)<br /><b>μσν.</b><br />[[υποδεικνύω]], [[υποδηλώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναθέτω]] σε κάποιον την [[φροντίδα]] («τοῑσι φίλοισι τὸν ξεῑνον παρηγγύα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταβιβάζω]] στρατιωτικό [[σύνθημα]] ή [[πρόσταγμα]] σε όλη τη [[γραμμή]] («[[σύνθημα]] παρεγγυήσας [[Ζεὺς]] [[σωτήρ]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[εγγυώμαι]], [[υπόσχομαι]] («σημεῑα δ' ἥξειν τῶνδέ μοι παρηγγύα ἤ σεισμὸν ἤ βροντήν τινα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βεβαιώνω]] εμπιστευτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐγγυῶ</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[εγγύη]])].
}}
}}

Revision as of 12:50, 15 February 2019

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
1. συνιστώ, υποδεικνύω (α. «τοῦτ' ἐγὼ παρεγγυῶ», Μένανδρ.
β. «εἰρἡνην ἡμῑν παρεγγυᾷ», Επιφάν.)
2. διατάσσω, εκδίδω εντολή (α. «καθὼς ὁ Νόμος παρεγγυᾷ», Γρηγ. Νύσ.
β. «ταῡτα παρηγγύα πρός τινα», Άννα Κομν.)
μσν.
υποδεικνύω, υποδηλώνω
αρχ.
1. αναθέτω σε κάποιον την φροντίδα («τοῑσι φίλοισι τὸν ξεῑνον παρηγγύα», Ηρόδ.)
2. μεταβιβάζω στρατιωτικό σύνθημα ή πρόσταγμα σε όλη τη γραμμήσύνθημα παρεγγυήσας Ζεὺς σωτήρ», Ξεν.)
3. εγγυώμαι, υπόσχομαι («σημεῑα δ' ἥξειν τῶνδέ μοι παρηγγύα ἤ σεισμὸν ἤ βροντήν τινα», Σοφ.)
4. βεβαιώνω εμπιστευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγυῶ (βλ. και λ. εγγύη)].