παρεγγυώ
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
παρεγγυώ, παρεγγυάω, ΜΑ
1. συνιστώ, υποδεικνύω (α. «τοῦτ' ἐγὼ παρεγγυῶ», Μένανδρ.
β. «εἰρἡνην ἡμῖν παρεγγυᾷ», Επιφάν.)
2. διατάσσω, εκδίδω εντολή (α. «καθὼς ὁ Νόμος παρεγγυᾷ», Γρηγ. Νύσ.
β. «ταῦτα παρηγγύα πρός τινα», Άννα Κομν.)
μσν.
υποδεικνύω, υποδηλώνω
αρχ.
1. αναθέτω σε κάποιον την φροντίδα («τοῖσι φίλοισι τὸν ξεῖνον παρηγγύα», Ηρόδ.)
2. μεταβιβάζω στρατιωτικό σύνθημα ή πρόσταγμα σε όλη τη γραμμή («σύνθημα παρεγγυήσας Ζεὺς σωτήρ», Ξεν.)
3. εγγυώμαι, υπόσχομαι («σημεῖα δ' ἥξειν τῶνδέ μοι παρηγγύα ἤ σεισμὸν ἤ βροντήν τινα», Σοφ.)
4. βεβαιώνω εμπιστευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγυῶ (βλ. και λ. εγγύη)].