πρωράτης: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(35)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[πρῳράτης]], ΝΑ, και ιων. τ. πρῳρήτης Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[άνδρας]] του πληρώματος ενός πλοίου ο [[οποίος]] εκτελεί [[υπηρεσία]] στο πρωραίο [[μέρος]] του σκάφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πρωρεύς]]<br /><b>2.</b> [[αρχηγός]], [[διοικητής]] («[[πρωράτης]] στρατοῡ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρῷρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾱτης</i> / -<i>ήτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρυμν</i>-<i>ήτης</i>: [[πρύμνη]])].
|mltxt=ο / [[πρῳράτης]], ΝΑ, και ιων. τ. πρῳρήτης Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[άνδρας]] του πληρώματος ενός πλοίου ο [[οποίος]] εκτελεί [[υπηρεσία]] στο πρωραίο [[μέρος]] του σκάφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πρωρεύς]]<br /><b>2.</b> [[αρχηγός]], [[διοικητής]] («[[πρωράτης]] στρατοῦ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρῷρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾱτης</i> / -<i>ήτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρυμν</i>-<i>ήτης</i>: [[πρύμνη]])].
}}
}}

Revision as of 13:00, 15 February 2019

German (Pape)

[Seite 804] ὁ, der Untersteuermann, der seinen Platz auf dem Vordertheile des Schiffes hatte, im Ggstz von πρυμνητής, Xen. Ath. 1, 2; auch στρατοῦ, Soph. frg. 470 bei Suid., wo πρωρατής geschrieben ist. Nach Plut. Agesil. 15 τὰ ἔμπροσθεν προορώμενος τοῦ κ υβερνήτου ἀφορᾷ πρὸς ἐκεῖνον καὶ τὸ προσταττόμενον ὑπ' ἐκείνου ποιεῖ.

Greek Monolingual

ο / πρῳράτης, ΝΑ, και ιων. τ. πρῳρήτης Α
νεοελλ.
ναυτ. άνδρας του πληρώματος ενός πλοίου ο οποίος εκτελεί υπηρεσία στο πρωραίο μέρος του σκάφους
αρχ.
1. ο πρωρεύς
2. αρχηγός, διοικητήςπρωράτης στρατοῦ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επίθημα -ᾱτης / -ήτης (πρβλ. πρυμν-ήτης: πρύμνη)].