τίτυρος: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
(2b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> ὁ, Α<br /> (<b>δωρ. τ.</b>)<br /> <b>1.</b> βραχύουρος [[πίθηκος]]<br /> <b>2.</b> (στη Λακωνία) [[τιτυρίς]]<br /> <b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Τίτυρος]]<br /> α) [[Σάτυρος]] («oἱ συγχορευταὶ Διονύσου Σάτυροι... Τίτυροι ὀνομαζόμενοι», Αιλ.)<br /> β) σύνηθες όνομα ποιμένων.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. αβέβαιης ετυμολ. σχηματισμένος πιθ. με διπλασιασμό. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. πιθ. από την [[περιοχή]] της Μικράς Ασίας, σχετική με τη [[λατρεία]] του Διονύσου (<b>βλ.</b> και λ. [[Σάτυρος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], τόσο η λ. <i>Τί</i>-<i>τυ</i>-<i>ρος</i> όσο και η λ. <i>Σά</i>-<i>τυ</i>-<i>ρος</i> ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>t</i><i>ū</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι»].<br /><b>(II)</b><br /> ὁ, Α<br /> [[κάλαμος]] ή [[αυλός]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το κύριο όνομα [[Τίτυρος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τίτυρος]] [Ι])].<br /><b>(III)</b><br /> και [[τιτύρας]], ὁ, Α<br /> [[είδος]] πτηνού.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ηχομιμητική λ.]. | |mltxt=<b>(I)</b><br /> ὁ, Α<br /> (<b>δωρ. τ.</b>)<br /> <b>1.</b> βραχύουρος [[πίθηκος]]<br /> <b>2.</b> (στη Λακωνία) [[τιτυρίς]]<br /> <b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Τίτυρος]]<br /> α) [[Σάτυρος]] («oἱ συγχορευταὶ Διονύσου Σάτυροι... Τίτυροι ὀνομαζόμενοι», Αιλ.)<br /> β) σύνηθες όνομα ποιμένων.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. αβέβαιης ετυμολ. σχηματισμένος πιθ. με διπλασιασμό. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. πιθ. από την [[περιοχή]] της Μικράς Ασίας, σχετική με τη [[λατρεία]] του Διονύσου (<b>βλ.</b> και λ. [[Σάτυρος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], τόσο η λ. <i>Τί</i>-<i>τυ</i>-<i>ρος</i> όσο και η λ. <i>Σά</i>-<i>τυ</i>-<i>ρος</i> ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>t</i><i>ū</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι»].<br /><b>(II)</b><br /> ὁ, Α<br /> [[κάλαμος]] ή [[αυλός]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το κύριο όνομα [[Τίτυρος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τίτυρος]] [Ι])].<br /><b>(III)</b><br /> και [[τιτύρας]], ὁ, Α<br /> [[είδος]] πτηνού.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ηχομιμητική λ.]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τίτυρος''': {títuros}<br />'''Forms''': (τι-; metr. Dehnung?)<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Bock]] (Sch. Theok. 3, 2; -ίς Phot.), ‘Leitbock, -hammel’ (dor.; Serv. ad Verg. ''E''. ''Prooem''.), = [[Σάτυρος]] (Ael.), aber Τίτυροι von Σάτυροι und Σιληνοί unterschieden (Str. 10, 3, 15); Bez. eines kurzgeschwänzten Affen (Thphr.; vgl. [[σάτυρος]]); N. eines Schafhirten (Theok., Verg.), Vater des Dichters Ἐπίχαρμος (Suid.), Τιτυρεία γυνά (Larissa III<sup>a</sup>).<br />'''Derivative''': Auch [[τιτύρινος]] ([[αὐλός]]) [[Hirtenpfeife]] (Ath., H.); -ιστής m. [[Pfeifer]] (App.; nach [[κιθαριστής]] u.a.; [[τίτυρος]] auch = [[κάλαμος]] H.). Zu [[τίτυρος]] = [[ὄρνις]] s. [[τιτιγόνιον]].<br />'''Etymology''' : Reduplikationsbildung unbek. Herkunft. Wie das laut- und sinnähnliche [[σάτυρος]] (s.d.) von Solmsen IF 30, 32ff. zu idg. ''tū̆''- [[schwellen]] gezogen; ebenso [[Τιτυός]] (eig. "der Geile"). Ähnlich Brugmann IF 39, 114ff. (τι- verstärkend wie σα- in σά- τυρος; vgl. Kretschmer Glotta 13, 270f.). Ablehnend Nehring Glotta 14, 158ff., der beide Wörter als kleinasiatisch betrachtet. Für kleinasiat.-mediterranen Ursprung auch Deroy Par. del Pass. 17, 421 ff.: -τυρος zu [[ταῦρος]] (nach D. ebenfalls kleinasiatisch).<br />'''Page''' 2,905-906 | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 2 October 2019
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sorte de grand singe à courte queue;
2 bélier avec une sonnette au cou pour conduire le troupeau.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(δωρ. τ.)
1. βραχύουρος πίθηκος
2. (στη Λακωνία) τιτυρίς
3. ως κύριο όν. Τίτυρος
α) Σάτυρος («oἱ συγχορευταὶ Διονύσου Σάτυροι... Τίτυροι ὀνομαζόμενοι», Αιλ.)
β) σύνηθες όνομα ποιμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αβέβαιης ετυμολ. σχηματισμένος πιθ. με διπλασιασμό. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. πιθ. από την περιοχή της Μικράς Ασίας, σχετική με τη λατρεία του Διονύσου (βλ. και λ. Σάτυρος). Κατ' άλλη άποψη, τόσο η λ. Τί-τυ-ρος όσο και η λ. Σά-τυ-ρος ανάγονται σε ΙΕ ρίζα tū- «φουσκώνω, πρήζομαι»].
(II)
ὁ, Α
κάλαμος ή αυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το κύριο όνομα Τίτυρος (βλ. λ. τίτυρος [Ι])].
(III)
και τιτύρας, ὁ, Α
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ.].
Frisk Etymology German
τίτυρος: {títuros}
Forms: (τι-; metr. Dehnung?)
Grammar: m.
Meaning: Bock (Sch. Theok. 3, 2; -ίς Phot.), ‘Leitbock, -hammel’ (dor.; Serv. ad Verg. E. Prooem.), = Σάτυρος (Ael.), aber Τίτυροι von Σάτυροι und Σιληνοί unterschieden (Str. 10, 3, 15); Bez. eines kurzgeschwänzten Affen (Thphr.; vgl. σάτυρος); N. eines Schafhirten (Theok., Verg.), Vater des Dichters Ἐπίχαρμος (Suid.), Τιτυρεία γυνά (Larissa IIIa).
Derivative: Auch τιτύρινος (αὐλός) Hirtenpfeife (Ath., H.); -ιστής m. Pfeifer (App.; nach κιθαριστής u.a.; τίτυρος auch = κάλαμος H.). Zu τίτυρος = ὄρνις s. τιτιγόνιον.
Etymology : Reduplikationsbildung unbek. Herkunft. Wie das laut- und sinnähnliche σάτυρος (s.d.) von Solmsen IF 30, 32ff. zu idg. tū̆- schwellen gezogen; ebenso Τιτυός (eig. "der Geile"). Ähnlich Brugmann IF 39, 114ff. (τι- verstärkend wie σα- in σά- τυρος; vgl. Kretschmer Glotta 13, 270f.). Ablehnend Nehring Glotta 14, 158ff., der beide Wörter als kleinasiatisch betrachtet. Für kleinasiat.-mediterranen Ursprung auch Deroy Par. del Pass. 17, 421 ff.: -τυρος zu ταῦρος (nach D. ebenfalls kleinasiatisch).
Page 2,905-906