переезжать: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(5) |
(No difference)
|
Revision as of 03:05, 14 October 2019
Russian > Greek
συνδιαβάλλω, διαπεραιόω, σκευαγωγέω, περάω, διαπορεύω, διακομίζω, διαπορθμεύω, μετοικίζω, παρακομίζω, διοικίζω, διαβαίνω