переезжать
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Russian > Greek
συνδιαβάλλω, διαπεραιόω, σκευαγωγέω, περάω, διαπορεύω, διακομίζω, διαπορθμεύω, μετοικίζω, παρακομίζω, διοικίζω, διαβαίνω, διαίρω
συνδιαβάλλω, διαπεραιόω, σκευαγωγέω, περάω, διαπορεύω, διακομίζω, διαπορθμεύω, μετοικίζω, παρακομίζω, διοικίζω, διαβαίνω, διαίρω