переезжать
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Russian > Greek
συνδιαβάλλω, διαπεραιόω, σκευαγωγέω, περάω, διαπορεύω, διακομίζω, διαπορθμεύω, μετοικίζω, παρακομίζω, διοικίζω, διαβαίνω, διαίρω