Ὠς χαρίεν ἔστʹ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾗ → What a fine thing a human is, when truly human!
καινοπαθής, μονολέων, μουνολέων, ἀνόητος, ἐξαίσιος, νεοχμός, νεόκοτος, ἄτοπος