ἐξαίσιος

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαίσιος Medium diacritics: ἐξαίσιος Low diacritics: εξαίσιος Capitals: ΕΞΑΙΣΙΟΣ
Transliteration A: exaísios Transliteration B: exaisios Transliteration C: eksaisios Beta Code: e)cai/sios

English (LSJ)

ἐξαίσιον, also ἐξαισία, ἐξαίσιον X.HG4.3.8:—
A beyond what is ordained or beyond what is fated, opp. ἐναίσιος: hence,
1 outstepping right, lawless, ῥέξας ἐξαίσιον having done some lawless act, Od.4.690; ἦ τινά που δείσας ἐ... fearing some lawless man, 17.577; Θέτιδος.. ἐ. ἀρήν Il.15.598; ἀφροσύναι B.14.58.
2 of omens, portentous, opp. ἐναίσιος, D.C. 38.13: Sup., Id.45.17.
3 of things, extraordinary, ἐξαίσιον τὸ θερμόν Hp.Epid.7.94; violent, of a wind, Hdt.3.26, X.HG5.4.17; χειμών, σεισμοί, Pl.Ti.22e, 25c; ὄμβροι X.Oec.5.18; ἐξαίσιον δεῖμα A.Supp.514; γέλωτες καὶ δάκρυα Pl.Lg.732c: ἐξαίσιος φυγή headlong flight, X.HG4.3.8; ἐ. βρονταί Plb.18.20.7, cf. J.BJ4.4.5; ὑπουργία Vit.Philonid.p.5C.; κάλλος Ph.2.166; χελῶναι ἐξαίσιοι τοῖς μεγέθεσιν D.S.3.21; ἐξαίσιον τὸ μέγεθος καὶ τὸ ὕψος Id.13.82. Adv. ἐξαισίως = in an extraordinary way, in an excessive way Them.Or.26.312d.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [fem. -α X.HG 4.3.8, Ages.2.4, Gal.3.42, Procop.Pers.1.25.4, Vand.2.28.37]
I 1sent. fís. que supera la medida, excesivo, desproporcionado τὸ θερμόν Hp.Epid.7.94, παρὰ φύσιν συριγμὸν ἐξαίσιον D.S.3.37, ἀνάγκη ref. la violencia ejercida sobre una articulación, Gal.l.c., φωνή Procop.Vand.2.28.37
ref. al tamaño, de concr. τῶν δὲ στοῶν ... τὸ ὕψος ἐξαίσιον D.S.13.82, λίθου πληγῇ ἐξαισίῳ ... κακωθείς D.H.2.43, δρυμοί Str.12.8.8, κρημνοί Str.4.6.2, c. dat. limitativo (χελῶναι) ἐξαίσιοι ... τοῖς μεγέθεσιν D.S.3.21, c. πρός y ac. κρημνὸν πρὸς ὕψος ἐξαίσιον D.S.3.69
de fenóm. de la naturaleza excesivo, extremo, violento νότος Hdt.3.26, ἄνεμος X.HG 5.4.17, χειμὼν ἐ. invierno riguroso Pl.Ti.22e, cf. X.Oec.5.18, Arist.Mu.397a22, 400a26, σεισμοί Pl.Ti.25c, cf. Str.9.2.16, βρονταί Plb.18.20.7, cf. I.BI 4.286, Plu.Dio 38, ἀνέμων τε ἐξαίσια μεγέθη Luc.Halc.3.
2 de abstr. desmesurado, desmedido, desproporcionado de acciones o sentimientos δεῖμα A.Supp.514, γελώτων ... τῶν ἐξαισίων καὶ δακρύων Pl.Lg.732c, φυγή X.HG 4.3.8, Ages.2.4, ὑπουργία Vit.Philonid.62, στοργή Procop.Pers.1.25.4, ἔρως Procop.Pers.1.6.2, 2.5.28
neutr. sg. como adv. οὔτε τινὰ ῥέξας ἐξαίσιον ... ἐν δήμῳ no habiendo realizado en el pueblo nada de forma desmedida, e.e., nada injusto, Od.4.690, ἦ τινά που δείσας ἐξαίσιον; ¿acaso porque teme algún desmán?, Od.17.577
de otros abstr. fuera de lo corriente, inaudito, extraordinario κάλλος Ph.2.166, cf. 484, ὅ μεῖζον τοῦ προτέρου καὶ ἐξαισιώτερον un milagro, Ephr.Chers.Mir.Clem.M.2.641D.
3 sent. neg. desmedido, fatal, funesto Θέτιδος δ' ἐξαίσιον ἀρήν desmedido voto de Tetis, Il.15.598, ἀφροσύνη ἐ. locura desmedida B.15.58
de presagios desfavorable, de mal augurio op. ἐναίσιος D.C.38.13.4, sup. ἐκ τεράτων, ἃ ... ἐξαισιώτατα ἐγεγόνει D.C.45.17.2.
II adv. ἐξαισίως = anormalmente, extraordinariamente μέλανες ἐ. Ar.Byz.Epit.2.57, cf. Them.Or.26.312d, Aët.7.114.

German (Pape)

[Seite 864] außer dem Schicksale oder dem Schicklichen, 1) ungebührlich, ungerecht, frevelhaft; οὔτε τινὰ ῥέξας ἐξαίσιον Od. 4, 690, vgl. 17, 577; so auch ἐξαίσιος ἀρὴ Θέτιδος Il. 15, 598. – 2) das Maaß überschreitend, ungewöhnlich, ungeheuer; δεῖμα Aesch. Suppl. 514; χειμών Plat. Tim. 22 e; σεισμοί 25 c; von ungewöhnlich starken Stürmen u. dgl., ἄνεμος Xen. Hell. 5, 4, 17; ὄμβροι Cec. 5, 18; χειμῶνες Arist. mund. 6; βροντή Pol. 18, 3, 7; Luc. Necyom. 4; – γέλωτες Plat. Legg. V, 732 c; φυγή Xen. Hell. 4, 3, 8; βοή D. Sic. 13, 99; ἐξαίσιοι τὸ μέγεθος 3, 49; ἐξαίσιοι τοῖς μεγέθεσιν 3, 29; κῆτος Anton. Lib. 3. – Adv., Themist. or. 25.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
litt. qui sort de la règle :
1 inconvenant, injuste ; p. ext. mauvais, funeste;
2 qui dépasse la mesure, extraordinaire, excessif : ἐξαίσιος ὄμβρος XÉN pluie violente ; ἐξαίσιος ἄνεμος XÉN vent violent ; ἐξαίσιον δεῖμα ESCHL crainte excessive.
Étymologie: ἐξ, αἴσιος.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαίσιος: и 3
1 несправедливый, нечестивый, дурной (ῥέξαι ἐξαίσιόν τινα Hom.);
2 страшный, ужасный (Θέτιδος ἀρή Hom.);
3 необычайный, невиданный, небывалый (δεῖμα Aesch.; ἄνεμος Xen.; σεισμοί Plat.; χειμών Plat., Arst.; ὄμβροι Xen., Arst.; βροντή Polyb., Plut.; ὑετοί Plut.): ἐ. τὸ μέγεθος Diod. необыкновенной величины;
4 безудержный, неудержимый (φυγή Xen.; γέλωτες καὶ δάκρυα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαίσιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Ξεν. Ἑλλην. 4. 3, 8· ὁ ἔξω τοῦ αἰσίου, ὡς τὸ ἔκδικον, τὸ ἔξω τοῦ δικαίου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐναίσιος: ἐντεῦθεν, 1) ὁ ἐκτὸς τοῦ δικαίου καὶ τοῦ πρέποντος, ὁ ἔξω τοῦ καθήκοντος, ἄδικος, παράνομος, οὔτε τινὰ ῥέξας ἐξαίσιον, οὔτε πράξας παράνομόν τινα πρᾶξιν κατά τινος, Ὀδ. Δ. 690· ἦ τινά που δείσας ἐξαίσιον, φοβηθεὶς ἄνομόν τινα ἄνδρα, «ἢ ἐπιρρηματικῶς ἀντὶ τοῦ ἔξω τοῦ δέοντος» (Εὐστ.), Ρ. 577· Θέτιδος δ’ ἐξαίσιον ἀρὴν πᾶσαν ἐπικρήνειε, «τῆς δὲ Θέτιδος τὴν παράνομον εὐχὴν πᾶσαν ἐκτελέσειε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ο. 598. 2) ἐπὶ οἰωνῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐναίσιος, ὁ μὴ ἐναίσιμος, ὁ μὴ προοιωνιστικός, Δίων Κ. 38. 13. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὑπέρμετρος, μέγας, ἰσχυρός, ἐξαίσιον τὸ θερμὸν Ἱππ. 1234 ἐν τέλει· σφοδρός, ὁρμητικός, ἐπὶ ἀνέμου, Ἡρόδ. 3. 26, Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 17· χειμών, σεισμὸς Πλάτ. Τίμ. 22Ε, 25C· ὄμβρος Ξεν. Οἰκ. 5, 18· οὕτως, ἐξ. δεῖγμα Αἰσχύλ. Ἱκ. 514· γέλωτες καὶ δάκρυα Πλάτ. Νόμοι 732C· ἐξ. φυγὴ Ξεν. Ἑλλην. 4, 3, 8· χελῶναι ἐξ. τοῖς μεγέθεσιν, τεράστιαι, Διόδ. 3, 21· ἐξ. τὸ μέγεθος καὶ τὸ ὕψος ὁ αὐτ. 13. 82. - Ἐπίρρ. ἐξαισίως Θεμίστ. σ. 312D.

English (Autenrieth)

(opp. ἐναίσιος): undue, unjust, unrighteous, Od. 4.670, Il. 15.577; in Od. 17.577 ἐξαίσιον is sometimes interpreted as an adv., ‘unduly,’ ‘excessively.’

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐξαίσιος, -ον και ἐξαίσιος, -α, -ον) αίσιος
1. έξοχος, θαυμάσιος («εξαίσιο ταξίδι»)
2. (επίρρ. εξαίσια και εξαισίως
πάρα πολύ, πολύ ωραία, υπέροχα
νεοελλ.
γοητευτικός («εξαίσιο παρουσιαστικό»)
αρχ.-μσν.
εκπληκτικός, ασυνήθιστος
αρχ.
1. άδικος, ανόσιος («Θέτιδος δ' ἐξαίσιον ἀρὴν πᾶσαν ἐπικρήνειε», Ομ. Ιλ.)
2. (για οιωνό) δυσοίωνος
3. σφοδρός, ορμητικός («ἐπιπνεῦσαι νότον μέγαν τε καὶ ἐξαίσιον», Ηρόδ.)
4. μεγάλος, ισχυρόςχειμών ἐξαίσιος», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἐξαίσιος: -ον ή -α, -ον, αυτός που βρίσκεται εκτός των προκαθορισμένων ορίων ή της προγεγραμμένης μοίρας· απ' όπου,
1. άδικος, παράνομος, σε Ομήρ. Οδ.
2. εξαιρετικός, σφοδρός, ορμητικός, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἐξ. φυγή, ορμητική αποχώρηση, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐξ-αίσιος, ον adj adj
1. beyond what is ordained or fated: hence,
1. lawless, Od.
2. extraordinary, violent, Hdt., Xen.; ἐξ. φυγή headlong flight, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ἄδικος, παράνομος, μεγάλος, δυνατός). Σύνθετο ἀπό τό ἐξ + αἶσα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη αἴσιος.

Translations

extraordinary

Afrikaans: buitengewoon; Albanian: i jashtëzakonshëm; Arabic: اِسْتِثْنَائِيّ‎, غَيْرُ عَادِيّ‎; Armenian: արտասովոր; Asturian: estraordinariu; Azerbaijani: fövqəladə; Basque: apartekoak; Belarusian: незвычайны, надзвычайны, экстраардынарны; Bengali: অলৌকিক; Breton: dreistordinal; Bulgarian: необикновен; Burmese: ထူးခြားသော; Catalan: extraordinari, descomunal; Central Huishui Hmong: txawv tshaj plaw; Chinese Cantonese: 偉大; Hakka: 偉大, 伟大; Mandarin: 非凡, 了不起, 出眾, 出众; Corsican: straordinariu; Czech: neobyčejný, mimořádný; Danish: ekstraordinær; Dutch: buitengewoon; Esperanto: eksterordinara; Estonian: erakordne; Finnish: erikoinen, kummallinen, epätavallinen; French: extraordinaire; Galician: extraordinario; German: außerordentlich, außergewöhnlich; Greek: ασυνήθιστος, εξαιρετικός, εξαίρετος, υπέροχος, απίστευτος, αξιοσημείωτος, έκτακτος, εκπληκτικός, φαινομενικός, αναπάντεχος, ανεξαίρετος, συγκλονιστικός; Ancient Greek: ἐξαίσιος; Gujarati: અસાધારણ; Haitian Creole: ekstraòdinè; Hindi: असाधारण; Hungarian: rendkívüli; Indonesian: luar biasa; Irish: urghnách; Italian: straordinario, straordinaria, eccezionale, fantastico, impareggiabile, ineguagliabile, fuori dal comune; Japanese: 並外れた, 非凡な; Javanese: srengenge katon padhang; Korean: 특별한; Ladin: straurdener; Lao: ຊຸມສະໄຫມວິ; Latin: extraordinarius, insolitus, eximus; Latvian: ārkārtas; Lithuanian: nepaprastas; Luxembourgish: ausseruerdentlech; Macedonian: вонредна; Malay: luar biasa; Maltese: straordinarja; Maori: autaia, whakaharahara, haraki, korokē; Nepali: असाधारण; Norman: extraordinnaithe; Norwegian Bokmål: ekstraordinær; Nynorsk: ekstraordinær; Occitan: extraordinari; Polish: niezwykły, nadzwyczajny; Portuguese: extraordinário, extraordinária; Punjabi: ਅਸਧਾਰਨ; Romanian: extraordinar, ieșit din comun, neobișnuit; Russian: необычный, необычайный, экстраординарный, чрезвычайный; Scots: byordinar; Serbo-Croatian: izvanredno; Sinhalese: අත්යසාමාන්ය ය; Slovak: neobyčajný, mimoriadny; Slovene: izredna; Sorbian Lower Sorbian: wósebny; Spanish: extraordinario, descomunal; Sundanese: anu rongkah; Swedish: extraordinär, utomordentlig; Tagalog: pambihira; Tajik: ғайринавбатии; Tamil: அசாதாரண; Thai: วิสามัญ; Turkish: fevkalade, olağanüstü, harikulade; Ukrainian: незвичайний, надзвичайний, екстраординарний; Vietnamese: phi thường; West Frisian: bûtengewoan; Yiddish: ויסערגעוויינלעך‎

lawless

Danish: lovløs; Dutch: wetteloos; Finnish: laiton; German: rechtsfrei; Gothic: 𐍅𐌹𐍄𐍉𐌳𐌰𐌻𐌰𐌿𐍃; Ancient Greek: ἄνομος; Latin: illex; Maori: turekore; Norwegian Bokmål: lovløs, lovlaus; Nynorsk: lovlaus; Spanish: ilegal; Swedish: laglös; Welsh: anneddfol