надевать на себя: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(4) |
(No difference)
|
Revision as of 16:25, 14 October 2019
Russian > Greek
ἐπιβάλλω, ἀναστέλλω, ἐνδιδύσκω, περιαμπέχω, ἐγκομβόομαι, στολιδόομαι, περιτίθημι, περιάπτω, περάπτω, ἐνδύω, ἕννυμι, ἐπείνυμι, παραρτάω, παραρτέω, περιζώννυμαι, περικαθάπτω, ἐξάπτω, ἐνάπτω, ἐφαρμόζω, ἐφαρμόττω, ἐφαρμόσδω