приступать: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 19:50, 14 October 2019
Russian > Greek
ἐγχειρέω, ἐξέρχομαι, ἀνακρούω, ἀγκρούομαι, κατάρχω, ἐνάρχομαι, ἀπάρχω, πλησιάζω, πορεύω, φιάλλω, ἐνέχω, προσέρχομαι, ἀποδύω, προσίστημι, βαδίζω