ἐνέχω
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
A hold fast within or keep fast within, χόλον ἐνέχειν τινί = harbour a grudge against one, Hdt.1.118, 6.119 (v. II.2).
II Pass., with fut. and aor. Med. (v. infr.), to be held in, be caught in, be entangled in, c. dat., τῇ πάγῃ Id.2.121.β; ἐνεχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῖς X.An.7.4.17; ἐν τοῖς τῆς νεὼς σκεύεσι Pl.La.183e.
2 metaph., ἐ. ἀπορίῃσι Hdt.1.190; φιλοτιμίᾳ E.IA527; ὀργαῖς πολυχρονίοις Phld.Ir.p.63 W.; ἐν ἄγεϊ Hdt.6.56; ἐν ταῖς αὐταῖς δυσχερείαις Arist.Cael.309a29; ἐν θώματι ἐνέσχετο was seized with wonder, Hdt.7.128.
3 to be liable to or be subject to, οὐ δικαίοις Ζεὺς ἐνέξεται λόγοις A.Supp.169 (Pors. for ἐνεύξεται, lyr.), cf.And.1.44; πράγμασιν, λειτουργίαις, BGU473.7 (ii A.D.), PFlor.382.31 (iii A.D.), etc.
b in legal formulae, ἐν ἐπιάρῳ κ' ἐνέχοιτο SIG9.9 (Elis, vi B.C.); ἐ. ἀρᾷ Διός Pl.Lg.881d (in tmesi, ἐν τἠπαρῇ ἔχεσθαι SIG38.34 (Teos, v B.C.)); ζημίᾳ, αἰτίᾳ, Pl.Lg.935c, Cri.52a; τοῖς ἐσχάτοις ἐπιτιμίοις D.51.11; ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐπιτιμίοις Aeschin.3.175; νόμῳ Schwyzer634 B49 (Nesus, iv B.C., prob.), Plu.TG10; ἐν τοῖς αὐτοῖς νόμοις Pl.Lg.762d; νοθείᾳ in an imputation of bastardy, Plu. Them.1; ἱεροσυλίαις PTeb.5.5 (ii B.C.): abs., ἐὰν ἐνσχεθῶσι PSI3.168 (ii B.C.).
4 in good sense, ἐνέχεσθαι ἀγγελίᾳ meet with a message, Pi.P.8.49.
5 in aor., come to a standstill, ἔν τινι Pl.Tht. 147d.
III intr., enter in, pierce, εἴς τι X.Cyn.10.7.
2 to be urgent against, τινί LXX Ge.49.23, Ev.Marc.6.19, Ev.Luc.11.53.
Spanish (DGE)
A tr.
1 c. ac. de abstr. albergar, abrigar, sentir cólera o resentimiento contra alguien ἐνεῖχέ σφι δεινὸν χόλον abrigaba contra ellos un profundo rencor Hdt.6.119, cf. 1.118.
2 c. ac. de pers. abrazar πρὶν ἂν Παυσανίαν ἐνσχῇ Σίμη dud. en SEG 47.871A.6 (Macedonia IV/III a.C.).
B intr.
I en v. act.
1 entrar, penetrar ὅπως ἂν εἰς τὸν κόλπον διὰ τῶν βρόχων αἱ αὐγαὶ τοῦ φέγγους ... ἐνέχωσιν X.Cyn.10.7.
2 ser hostil hacia alguien, sentir o manifestar rencor o resentimiento ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι Eu.Marc.6.19, cf. LXX Ge.49.23, Eu.Luc.11.53, Cyr.S.V.Sab.190.8 (tb. interpr. como uso elíptico o abs. de A 1).
II en v. med., concr.
1 engancharse, trabarse, quedar atrapado c. dat. τῇ πάγῃ Hdt.2.121β, ἐνεχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῖς al quedar enganchados los escudos en las estacas X.An.7.4.17, cf. Pl.La.183e
•estar sujeto, atrapado, fijado ἐνέτεμεν ... σμίλῃ τὴν βάλανον, ὥστε ἐνέχεσθαι λίνον Aen.Tact.18.16, τὸν Ἐνυάλιον ... ἐνεχόμενον ταῖς πέδαις Paus.3.15.7
•atascarse, quedar bloqueado ἢν τὸ παιδίον ἐν τῇσι γονῇσιν ἐνέχηται καὶ μὴ εὐπόρως ἐξέλθῃ Hp.Superf.15.
2 agarrarse, adherirse ἐν τῇ φάρυγγι δοκέει τι ἐνέχεσθαι Hp.Int.40, cf. Acut.58, ἐνέχεται γοῦν μοι σφόδρα (la pera) se me agarra fuertemente (al intestino), Ar.Ec.357, el serrín en los dientes de la sierra, Thphr.HP 5.6.3, las huevas de un pez ἐνέχονται ὠὰ μετ' ἀλλήλοισιν ἀρηρότα νηδύος εἴσω Opp.H.1.481.
III en v. med., fig. y gener.
1 verse atrapado en dificultades ἀπορίῃσι ἐνείχετο Hdt.1.190, cf. Arist.Cael.309a29
•quedarse bloqueado, detenerse en una enumeración ἐν δὲ ταύτῃ (δυνάμει) πως ἐνέσχετο Pl.Tht.147d.
2 estar dominado, ser presa de sensaciones o pasiones ἐν θώματι μεγάλῳ ἐνέσχετο fue presa de un gran asombro Hdt.7.128, φιλοτιμίᾳ E.IA 527, de accesos de ira, Phld.Ir.30.17, πολλῷ ἐνεχόμενος πόθῳ Parth.9, cf. Synes.Insomn.8, ταῖς ἁμαρτίαις Dam.Papa en Thdt.HE 5.10.4
•atenerse a, seguir δόγμασιν Ὀρφικοῖς Plu.2.635e
•quedar sujeto ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος Pi.P.8.49.
IV en v. med., jur. y usos deriv., c. dat. o giro prep.
1 incurrir en un delito, ser reo o culpable de ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι Hdt.6.56, πλὴν τῶν φόνους (l. -οις) ἑκουσίοις καὶ ἱεροσυλίαις ἐνεχομένων con excepción de las personas culpables de asesinato intencionado y de sacrilegio, COrd.Ptol.53.5 (II a.C.), cf. IFayoum 112.25 (I a.C.), ἀπολελυκότες πάντας τοὺς ἐνεσχημένους ἔν τισιν ἀγνοήμασιν ἢ ἁμαρτήμασιν UPZ 111.2 (II a.C.), γεωργῶν ἐνεσχημένων λείαις PTeb.742.21 (II a.C.), ἐνείχετο νοθείᾳ διὰ τὴν μητέρα θνητὴν οὖσαν Plu.Them.1, ἄλλῳ δὲ μηδενὶ ἐξὸν εἶναι ἐπιθάψαι τινά, ἐπεὶ ἐ<ν>σχεθήσεται τῇ τυμβωρυχίᾳ SEG 41.1301 (Termeso II/III d.C.), τῇ εἰς τοὺς κατοιχομένους ἀσεβείᾳ TAM 3(1).435.6 (Termeso, imper.).
2 estar expuesto a, estar sujeto a las consecuencias de un delito:
a) maldiciones στατῆρ' ἀποδότω ἴθυναγ καὶ τἠπαρῇ ἐνεχέσθω GDI 5654.14 (Quíos V a.C.), ἀρᾷ ἐνεχέσθω Διὸς ... κατὰ νόμον Pl.Lg.881d, ὁ τολμήσας ... ἐνσχεθήσεται ἀρε͂ς (l. ἀραῖς) ταῖς ἐπὶ τοὺς κατοιχομένους TAM 3(1).518.5 (Termeso, imper.);
b) penas, sanciones o castigos ἐνεχέσθω τῇ τεταγμένῃ ζημίᾳ Pl.Lg.935c, cf. POxy.3472.11 (II d.C.), τοῖς ἐσχάτοις ἐπιτιμίοις D.51.11, cf. Aeschin.3.175, Lys.29.11, And.Myst.44;
c) multas o indemnizaciones ἐν τ' ἐπιάρῳ κ' ἐνέχοιτο IO 9.9 (VI a.C.), ἐν τᾷ ζεκαμναίᾳ Schwyzer 409.7 (V a.C.), ἐὰν δὲ γυναῖκα (τις αἰσχύνῃ βίᾳ) ... ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνέχεσθαι Lys.1.32;
d) acusación o inculpación ταύταις δή φαμεν καὶ σέ ... ταῖς αἰτίαις ἐνέξεσθαι Pl.Cri.52a, cf. SEG 16.784.6 (Cirene II a.C.), ἔν τι[σιν ἐγ] κλήμασιν ἐνεχόμενοι SEG 9.5.39 (Cirene II/I a.C.), cf. I.BI 1.505, ἑτέρῳ δὲ οὐδενὶ ἐξέσται ἐπιθάψαι τινά, ἐπεὶ ... ἐνσχεθήσεται τῷ τῆς ἀσεβείας ἐνκλήματι TAM 3(1).744.9 (Termeso, imper.), cf. SEG 41.1290 (Termeso III d.C.);
e) la ley οἱ πρότερον κτείναντες ἐν τῷδε τῷ θεσμῷ ἐνεχέσθων Ley en D.43.57 (= IG 13.104.20), ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνεχέσθω νόμοις Pl.Lg.762d, cf. Plu.TG 10, τῷ ψηφί[σ] ματι SIG 279.26 (Misia IV a.C.);
f) otros cont.: críticas o censuras καὶ τότ' οὐ δικαίοις Ζεὺς ἐνέξεται ψόγοις Zeus quedará sujeto a injustas censuras A.Supp.169, calumnias ἀδίκοις ... βλασφημίαις Iul.Or.160d.
German (Pape)
[Seite 840] (s. ἔχω), darin haben, festhalten; χόλον τινί, dauernden Groll gegen Jemanden in sich hegen, Her. 1, 118 u. öfter; pass. mit fut. ἐνέξομαι, aor. ἐνεσχέθην u. ἐνεσχόμην, in Etwas, von Etwas gehalten werden, τῇ πάγῃ 2, 121, wie ἐνσχεθεὶς ὥσπερ δεσμῷ Plut. Philop. 6; übertr., unterworfen sein einer Sache, durch sie gefesselt werden, οὐ δικαίοις Ζεὺς ἐνέξεται λόγοις Aesch. Suppl. 160; τύχᾳ ἐνέχει Soph. Phil. 1086, nach Hermanns Emend. für ἔχει, du wirst gefesselt; φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται Eur. I. A. 527; vgl. Pind. P. 8, 51; ἐν θωύματι μεγάλῳ ἐνέσχετο Her. 7, 128. 9, 37, er staunte; ἐν ἀπορίῃσι, ἐν κακῷ, 4, 131. 9, 37; ὀνείδει, ἀρᾷ, behaftet, belastet damit, Plat. Legg. VII, 808 e IX, 881 d, wie ἐν τῷ ἄγεϊ, mit dem Fluche belastet, Her. 6, 56; ἐν τοῖς νόμοις Plat. Legg. VI, 762 d, wie ζημίᾳ, αἰτίαις, XI, 935 c Crit. 52 a, vgl. ἔνοχος; so Folgde, bes. Redner, z. B. τοῖς ἐπιτιμίοις ἐνέξεται, unterworfen sein, Dem. 51, 11; ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐπιτιμίοις ἐνέχεσθαι Aesch. 3, 175; Sp., wie νόμῳ Plut. Tib. Graech. 10; νοθείᾳ, von dem Vorwurfe der Unächtheit getroffen, Them. 1; – eigtl. ἐνέσχετο ἐν τοῖς τῆς νεὼς σκεύεσι, er verwickelte sich darin, Plat. Lach. 183 e; ἐνεχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῖς, blieben darin hangen, Xen. An. 7, 4, 17; ἐν ταύτῃ ἐνέσχετο, bei dieser blieb er stehen, Plat. Theaet. 147 d. – Intr., darin haften, stecken bleiben, ἡ αἰχμὴ κατὰ τὸ ἰνίον Plut. Pomp. 71; hineinfallen. Xen. Cyn. 10, 7. – Im N.T. = Einem aufsäßig sein.
French (Bailly abrégé)
f. ἐνέξω, ao.2 ἐνέσχον;
Pass. f. de forme Moy. ἐνέξομαι, ao. ἐνεσχέθην, ao.2 ἐνεσχόμην;
I. tr. 1 garder dans : χόλον τινί HDT conserver dans son cœur du ressentiment contre qqn;
2 retenir dans ; Pass. être retenu dans (un lieu, une entrave, etc.) τινι ; fig. ἐν θωΰματι HDT être saisi d'admiration ; ἐν κακῷ HDT être plongé dans le malheur ; αἰτίᾳ PLAT être atteint par une accusation;
II. intr. s'enfoncer dans, se fixer dans.
Étymologie: ἐν, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνέχω: и ἐνίσχω (fut. ἐνέξω, aor. 2 ἐνέσχον; pass.: fut. ἐνέξομαι, aor. 1 ἐνεσχέθην, aor. 2 ἐνεσχόμην)
1 иметь в душе, питать, хранить в себе (χόλον τινί Her.);
2 pass. быть схваченным, находиться во власти (чьей-л. или чего-л.), быть подвергнутым или подверженным: ἐ. ἐν τοῖς τῆς νεὼς σκεύεσι Plat. запутаться в корабельных снастях; ἐ. τοῖς σταυροῖς Xen. зацепиться за колья; ἐνσχεθεὶς δεσμῷ Plut. связанный или скованный; ἐ. τῇ πάγῃ Her. попасться в капкан; φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται Eur. он одержим честолюбием; παθήμασι ἐ. Plut. находиться во власти страстей; ἐ. ἐν τῷ νόμῳ Plat. и τῷ νόμῳ Plut. быть подвластным закону; οὐ δικαίοις ἐ. λόγοις Aesch. подвергаться несправедливым упрекам; ταῖς αἰτίαις ἐ. Plat. подвергаться обвинениям; (ἐν) τοῖς ἐπιτιμίοις ἐ. Aeschin., Dem.; подлежать наказаниям; ἐ. ἐν ἀπορίῃσι Her. и ἐν ταῖς δυσχερείαις Arst. оказаться в затруднительном положении; ἐν ταύτῃ ἐνέσχετο Plat. на этом он стал втупик; τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος Plut. прерывающимся голосом; τὰ ἐπιρῥέοντα ἐνισχόμενά τινι Plut. задержанное чем-л. течение вод; ἐν τῷ ἄγει Her. и ἀρᾷ ἐ. Plat., Plut.; быть преданным проклятию; ἐν θωύματι μεγάλῳ ἐ. Her. быть крайне удивленным; δόγμασι Ὀρφικοῖς ἐ. Plut. быть преданным орфическому учению;
3 входить, проникать (εἰς τὸν κόλπον Xen.; κατὰ τὸ ἰνίον Plut.);
4 приступать (с требованиями), приставать (τινι NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνέχω: μέλλ. ἐνέξω ἢ ἐνσχήσω, κρατῶ ἢ διατηρῶ τι ἐντός μου, χόλον ἐνέχειν τινὶ Ἡρόδ. 1. 118., 6. 119· ἴδε ΙΙ. 2. ΙΙ. Παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ ἀορ. (ἴδε κατωτ.), ἐνέχομαι, κρατοῦμαι, συλλαμβάνομαι, δεσμεύομαι, περιπλέκομαι, ὡς τὸ Λατ. teneri, μετὰ δοτ., τῇ πάγῃ Ἡρόδ. 2. 121, 2, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 17· ἐν τοῖς τῆς νεὼς σκεύεσι Πλάτ. Λάχ. 183Ε. 2) μεταφ., ἐνέχεσθαι ἀπορίῃσι Ἡρόδ. 1. 190· φιλοτιμίᾳ Εὐρ. Ι. Α. 527· ὡσαύτως, ἐν. ἐν ἄγεϊ Ἡρόδ. 6. 56· ἐν κακῷ ὁ αὐτ. 9. 37, πρβλ. Λυσ. 94. 40· ἐν θωύματι ἐνέσχετο, κατελήφθη ὑπὸ θαυμασμοῦ, Ἡρόδ. 7. 128. 3) ἐνέχομαι, καὶ τότ’ οὐ δικαίοις Ζεὺς ἐνέξεται λόγοις τὸν τᾶς βοὸς παῖδ’ ἀτιμάσας, ἔνοχος ἔσται, «οὐκ εὐαπολόγητος ἔσται» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 169 κατὰ διόρθωσιν τοῦ Πόρσωνος ἀντὶ ἐνεύξεται ἢ ἀνεύξεται, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 5· συχνάκις ἐν δικανικῷ σχήματι, ἐπιάρῳ κ’ ἐνέχοιτο τὠνταῦτ’ ἐγραμμένῳ Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οὕτως, ἐν. ἀρᾷ Διὸς Πλάτ. Νόμ. 881D· ζημίᾳ, αἰτίᾳ αὐτόθι 935C, Κρίτων 52Α· ἐνέχεσθαι ἐπιτιμίοις Δημ. 1231. 15· ἐν τοῖς ἐπιτιμίοις Αἰσχίν. 78. 41· νόμῳ Πλουτ. Γράκχ. 10· ἐν τοῖς αὐτοῖς νόμοις Πλάτ. Νόμ. 762D· ἐνείχετο νοθείᾳ, εἶχε τὸ ὄνειδος ὅτι ἦτο νόθος, Πλουτ. Θεμ. 1: πρβλ. ἔνοχος. 4) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως, «ὁ δὲ καμὼν Ἄδραστος τῇ προτέρᾳ συμφορᾷ νῦν βελτίονος ἔχεται τύχης τῇ τοῦ ὄρνιθος ἀγγελίᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 8. 70. 5) ἀπολ., μένω, ἵσταμαι, ἐν δὲ ταύτῃ πως ἐνέσχετο, ἐν ταύτῃ κἄπως ἐστάθη, Πλάτ. Θεαίτ. 147D. ΙΙΙ. ἀμεταβ., εἰσέρχομαι, εἰσδύω, ὅπως ἂν εἰς τὸν κόλπον... αἱ αὐγαὶ τοῦ φέγγους ὡς μάλιστα ἐνέχωσιν Ξεν. Κυν. 10. 7· ὥστε τὴν αἰχμὴν περάσασαν ἐνσχεῖν κατὰ τὸ ἰνίον (ὁ Κοραῆς ἔχει ἀνασχεῖν καὶ ἑρμηνεύει: «ἔστι δὲ τὸ ἀνασχεῖν, ἀναφανῆναι, προκῦψαι, εἰς τὸ ἔξω προελθεῖν»), Πλουτ. Πομπ. 71. 2) ἔγκειμαί τινι, ἢ εἶμαι ἐναντίον αὐτοῦ, ἔχω χόλον κατ’ αὐτοῦ, καὶ ἐνεῖχον αὐτῷ Ἑβδ. (Γεν. ΜΘ΄, 23)· ἡ δὲ Ἡρωδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ϛ΄, 19, Λουκ. ια΄, 53.
English (Slater)
ἐνέχω pass., be held fast met., be possessed of “νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως” (P. 8.49)
English (Strong)
from ἐν and ἔχω; to hold in or upon, i.e. ensnare; by implication, to keep a grudge: entangle with, have a quarrel against, urge.
English (Thayer)
imperfect ἐνεῖχον; (present passive ἐνέχομαι); to have within, to hold in;
a. passive to be held, be entangled, be held ensnared, with a dative of the thing in which one is held captive — very often in Greek writings, both literally (as τῇ πάγη, Herodotus 2,121, 2) and figuratively (as ἀγγελία, Pindar Pythagoras 8,69; φιλοτιμία, Euripides, Iph. A. 527; κακῷ, Epictetus diss. 3,22, 93): ζυγῷ δουλείας, θλίψεσιν, WH marginal reading) (ἀσεβείαις, ἐνέχω τίνι, to be enraged with, set oneself against, hold a grudge against someone: χόλον τίνι to have anger in oneself against another) in Herodotus 1,118; 8,27; 6,119; see a similar ellipsis under προσέχω. (In this last case the ellipsis supplied is τόν νοῦν, Winer's Grammar, 593 (552); Buttmann, 144 (126); Meyer, et al., would supply the same after ἐνέχειν in Mark and Luke the passages cited and render the phrase to have (an eye) on, watch with hostility; but DeWette, Bleek, others, agree with Grimm. Many take the expression in Luke, the passage cited outwardly, to press upon (R. V. text); see Stephanus Thesaurus, under the word; Liddell and Scott, under the word; Hesychius ἐνέχει. μνησικακεῖ. ἔγκειται.)
Greek Monolingual
(AM ἐνέχω) έχω
1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο»)
2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη
νεοελλ.
εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους»)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.) διατηρώ εναντίον κάποιου οργή, μίσος, δυσμενή διάθεση κ.λπ. («Ἀστυάγης δε κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῖχε χόλον», Ηρόδ.)
2. μνησικακώ, έχω έχθρα εναντίον κάποιου, οργίζομαι, φέρομαι προσβλητικά
3. (με εμπρόθ. τοπ. προσδ.) εισχωρώ, εισέρχομαι κάπου («ὅπως ἅν εἰς τὸν κόλπον... αἱ αὐγαὶ τοῦ φέγγους ὡς μάλιστα ἐνέχωσιν», Ξεν.)
4. παθ. δεσμεύομαι από κάτι, εμπλέκομαι σε κάτι («τῇ πάγῃ ένέχεσθαι, Ηρόδ.)
5. παθ. εμπίπτω, περιέρχομαι σε κάτι, καταλαμβάνομαι από κάτι («φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται», Ευρ.)
6. υπόκειμαι σε κάτι
7. (ως δικαν. όρος) καταδικάζομαι ως ένοχος («ἐνεχέσθω τῇ τεταγμένῃ ζημίᾳ», Πλάτ.)
8. στέκομαι σε μια θέση, σταματώ, μένω («ἐν δέ ταύτη πως ἐνέσχετο» — σ' αυτήν όμως στάθηκε, σταμάτησε κάπως, Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐνέχω: μέλ. -έξω ή -σχήσω,
I. κρατώ κάτι μέσα μου, το φυλάω στην ψυχή μου, χόλον ἐνέχειν τινί, οργή ή θυμός συσσωρεύεται μέσα σε κάποιον εναντίον κάποιου άλλου, σε Ηρόδ.
II. Παθ., με Μέσ. μέλ. και αόρ.,
1. κρατιέμαι, συλλαμβάνομαι, πιάνομαι, δεσμεύομαι, υποτάσσομαι, εμπλέκομαι σε κάτι, με δοτ., στον ίδ., Ξεν.· μεταφ., ἐνέχεσθαι ἀπορίῃσι, σε Ηρόδ.· ἐν κακῷ, στον ίδ.· ἐν θωύματι ἐνέσχετο, καταλήφθηκε από θαυμασμό, στον ίδ.
2. είμαι αποκρουστικός, επιρρεπής ή υπόδουλος κάποιου πράγματος, ζημίᾳ, αἰτίᾳ, σε Πλάτ. κ.λπ.
III. αμτβ.,
1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισχωρώ, διεισδύω, εἴς τι, σε Ξεν.
2. είμαι οργισμένος με κάποιον, εχθρεύομαι, τινί, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. -έξω or -σχήσω
I. to hold within, χόλον ἐνέχειν τινί to lay up, cherish inward wrath at one, Hdt.
II. Pass., with fut. and aor. mid., to be held, caught, entangled in a thing, c. dat., Hdt., Xen.: metaph., ἐνέχεσθαι ἀπορίῃσιν Hdt.; ἐν κακῷ Hdt.; ἐν θωύματι ἐνέσχετο was seized with wonder, Hdt.
2. to be obnoxious, liable or subject to, ζημίᾳ, αἰτίᾳ Plat., etc.
III. intr. to enter in, pierce, εἴς τι Xen.
2. to press upon, be urgent against, τινί NTest.
Chinese
原文音譯:™nšcw 恩誒何
詞類次數:動詞(3)
原文字根:在內-有
字義溯源:壓抑,挾制,催逼,催迫,發怒,懷恨,誘入騙局;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(3);可(1);路(1);加(1)
譯字彙編:
1) 挾制(1) 加5:1;
2) 催迫(1) 路11:53;
3) 懷恨(1) 可6:19