стараться: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πραγματεύομαι]], [[πρηγματεύομαι]], [[μελετάω]], [[ματεύω]], [[μαστεύω]], [[διασπεύδω]], [[διασπουδάζω]], [[σπουδάζω]], [[προθυμέομαι]], [[ἐπιπονέω]] | |rueltext=[[μάρναμαι]], [[μεριμνάω]], [[φροντίζω]], [[συντείνω]], [[μάχομαι]], [[πραγματεύομαι]], [[πρηγματεύομαι]], [[μελετάω]], [[ματεύω]], [[μαστεύω]], [[διασπεύδω]], [[διασπουδάζω]], [[σπουδάζω]], [[προθυμέομαι]], [[ἐπιπονέω]], [[ζητέω]], [[ἐρευνάω]], [[ἀσκέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
μάρναμαι, μεριμνάω, φροντίζω, συντείνω, μάχομαι, πραγματεύομαι, πρηγματεύομαι, μελετάω, ματεύω, μαστεύω, διασπεύδω, διασπουδάζω, σπουδάζω, προθυμέομαι, ἐπιπονέω, ζητέω, ἐρευνάω, ἀσκέω