ἐπιπονέω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
A toil on, X.Cyr.5.4.17, Lac.2.5, Pl.Lg.789e.
II. c. dat., labour on or at, τῇ γῇ J.AJ18.8.5, cf. 19.2.5.
German (Pape)
[Seite 972] fortarbeiten, bei einer Arbeit oder Anstrengung ausharren, ὅταν ἐπιπονήσαντες ἀγαθόν τι πράξωσιν Xen. Hell. 6, 1, 15, vgl. Cyr. 5, 4, 17; φέρουσαι Plat. Legg. VII, 789 e.
French (Bailly abrégé)
ἐπιπονῶ :
1 travailler fortement;
2 persévérer dans un travail.
Étymologie: ἐπί, πονέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπονέω: (ревностно) трудиться, стараться, прилагать усилия Xen., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπονέω: κοπιάζω εἴς τι, ἐν γὰρ τοῖς τοιούτοις οἱ ἀγαθοὶ ἐπιπονεῖν ἐθέλουσι Ξεν. Κύρ. 5. 4, 17, Λακ. 2, 5, Πλάτ. Νόμοι 789Ε.
Greek Monotonic
ἐπιπονέω: μέλ. -ήσω, κοπιάζω πάνω σε κάτι, επιμένω, σε Ξεν.