прилаживать: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιτίθημι]], [[ἀραρίσκω]], [[περιπήγνυμι]], [[περιπηγνύω]], [[ἐνάπτω]], [[ἁρμόζω]], [[ἁρμόττω]], [[ἁρμόσδω]], [[προσποιέω]], [[ἐναραρίσκω]], [[ἐφαρμόζω]], [[ἐφαρμόττω]], [[ἐφαρμόσδω]], [[κατακοσμέω]], [[προσάπτω]], [[προτιάπτω]], [[καθαρμόζω]], [[καταρμόζω]], [[συναρμόζω]], [[συναρμόττω]], [[ἐπαραρίσκω]], [[προσαρμόζω]], [[προσαρμόττω]], [[ἐπαρτύω]], [[περιαρμόζω]], [[προσαραρίσκω]], [[προσαρτάω]], [[προσστέλλω]], [[ἀκριβόω]] | |rueltext=[[ἀρτύνω]], [[ἐπιτίθημι]], [[ἀραρίσκω]], [[περιπήγνυμι]], [[περιπηγνύω]], [[ἐνάπτω]], [[ἁρμόζω]], [[ἁρμόττω]], [[ἁρμόσδω]], [[προσποιέω]], [[ἐναραρίσκω]], [[ἐφαρμόζω]], [[ἐφαρμόττω]], [[ἐφαρμόσδω]], [[κατακοσμέω]], [[προσάπτω]], [[προτιάπτω]], [[καθαρμόζω]], [[καταρμόζω]], [[συναρμόζω]], [[συναρμόττω]], [[ἐπαραρίσκω]], [[προσαρμόζω]], [[προσαρμόττω]], [[ἐπαρτύω]], [[περιαρμόζω]], [[προσαραρίσκω]], [[προσαρτάω]], [[προσστέλλω]], [[ἀκριβόω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀρτύνω, ἐπιτίθημι, ἀραρίσκω, περιπήγνυμι, περιπηγνύω, ἐνάπτω, ἁρμόζω, ἁρμόττω, ἁρμόσδω, προσποιέω, ἐναραρίσκω, ἐφαρμόζω, ἐφαρμόττω, ἐφαρμόσδω, κατακοσμέω, προσάπτω, προτιάπτω, καθαρμόζω, καταρμόζω, συναρμόζω, συναρμόττω, ἐπαραρίσκω, προσαρμόζω, προσαρμόττω, ἐπαρτύω, περιαρμόζω, προσαραρίσκω, προσαρτάω, προσστέλλω, ἀκριβόω