καταρμόζω
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
Ion. for καθαρμόζω.
German (Pape)
[Seite 1374] ion. = καθαρμόζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταρμόζω Ion. voor καθαρμόζω.
Russian (Dvoretsky)
καταρμόζω: ион. = κᾰθαρμόζω.
Greek (Liddell-Scott)
καταρμόζω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθαρμόζω.
Greek Monolingual
καταρμόζω (Α)
ιων. τ. του καθαρμόζω.
Greek Monotonic
καταρμόζω: Ιων. αντί καθαρμόζω.