одолевать: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(4) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[καταπαλαίω]], [[καταγωνίζομαι]], [[καταθλέω]], [[χειρόω]], [[περιγίγνομαι]], [[περιγίνομαι]], [[κατακρατέω]], [[περικρατέω]], [[ἀποκαίνυμαι]], [[ὑπερβιάζομαι]], [[κατανικάω]], [[καταμάχομαι]], [[ἐλέγχω]], [[ἀπονικάω]], [[δαμάζω]], [[δαμάω]], [[δαμνάω]], [[δάμνημι]], [[δαμάσδω]], [[βιάω]], [[ἐκβιάζω]], [[κατισχύω]], [[ὑποδάμνημι]] | |rueltext=[[καταπαλαίω]], [[καταγωνίζομαι]], [[καταθλέω]], [[χειρόω]], [[περιγίγνομαι]], [[περιγίνομαι]], [[κατακρατέω]], [[περικρατέω]], [[ἀποκαίνυμαι]], [[ὑπερβιάζομαι]], [[κατανικάω]], [[καταμάχομαι]], [[ἐλέγχω]], [[ἀπονικάω]], [[δαμάζω]], [[δαμάω]], [[δαμνάω]], [[δάμνημι]], [[δαμάσδω]], [[βιάω]], [[ἐκβιάζω]], [[κατισχύω]], [[ὑποδάμνημι]], [[ἰσχύω]], [[βιάζω]], [[κρατέω]], [[βρίθω]], [[παρίστημι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 18 October 2019
Russian > Greek
καταπαλαίω, καταγωνίζομαι, καταθλέω, χειρόω, περιγίγνομαι, περιγίνομαι, κατακρατέω, περικρατέω, ἀποκαίνυμαι, ὑπερβιάζομαι, κατανικάω, καταμάχομαι, ἐλέγχω, ἀπονικάω, δαμάζω, δαμάω, δαμνάω, δάμνημι, δαμάσδω, βιάω, ἐκβιάζω, κατισχύω, ὑποδάμνημι, ἰσχύω, βιάζω, κρατέω, βρίθω, παρίστημι