καταθλέω
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
A wrestle down, overcome, τινα Plu.Cleom.27: metaph., τὴν ἀμαθίαν Id.2.47f; ἀσκήσει τὸ ἄλογον ib.459b.
2 master by practice, τοῦτον τὸν τόπον Arr.Epict.2.17.31.
3 train, exercise, τινὰς ἐν ἀκοντισμοῖς Plu.2.8d:—Pass., -ηθλημένοι ἐν πολέμοις D.H. 13.12.
II intr., exercise oneself, train, Plu.2.2e; -ηθληκότες welltrained, of soldiers, Id.Mar.26.
German (Pape)
[Seite 1349] niederkämpfen, im Kampfe besiegen, Poll. 5, 44; καταθλῆσαι τὴν ἀμαθίαν Plut. de audit. 10 M. – Gew. = sich sehr im Kampfe üben, διάπονοι τὰ σώματα καὶ κατηθληκότες Plut. Mar. 26; Suid. führt auch κατηθλημένων an, was er ἐγγεγυμνασμένων erkl.
French (Bailly abrégé)
καταθλῶ :
1 vaincre dans un combat;
2 s'exercer aux combats.
Étymologie: κατά, ἀθλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αθλέω met acc. overwinnen, vloeren. intrans. trainen; ptc. perf. κατηθληκώς afgetraind.
Russian (Dvoretsky)
καταθλέω:
1 деятельно упражняться (ἐν ἀκοντισμοῖς Plut.): κατηθληκότες Plut. обученные бойцы;
2 побеждать, одолевать (τὴν ἀμαθίαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
καταθλέω: καταβάλλω ἐν τῇ πάλῃ, νικῶ ἐν τῷ ἀγῶνι, Πλούτ. 2. 8D· τὴν ἀμαθίαν αὐτόθι 47F, πρβλ. 459Β.
Greek Monotonic
καταθλέω: μέλ. -ήσω, γυμνάζομαι πολύ, ἠθληκότες, καλογυμνασμένοι, λέγεται για στρατιώτες, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to exercise oneself much, ἠθληκότες well-trained, of soldiers, Plut.