рядом: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συμπαραθέω]] | |rueltext=[[συμπαραθέω]], [[ἀγχοῦ]], [[ἑξῆς]], [[ἑξείης]], [[ἀγχόθι]], [[ἀγχίθυρος]], [[ὁμοστιχάω]], [[σύγκειμαι]], [[συγκατάκειμαι]], [[παρέκ]], [[πάρεξ]], [[συμπαραπλέω]], [[ἐφεξῆς]], [[ἐπεξῆς]], [[παρά]], [[συγκάθημαι]], [[συγκάτημαι]], [[συμπαρακαθέζομαι]], [[προσυνοικέω]], [[προσξυνοικέω]], [[συμπαρεδρεύω]], [[ἴκταρ]], [[ὁμοῦ]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:20, 18 October 2019
Russian > Greek
συμπαραθέω, ἀγχοῦ, ἑξῆς, ἑξείης, ἀγχόθι, ἀγχίθυρος, ὁμοστιχάω, σύγκειμαι, συγκατάκειμαι, παρέκ, πάρεξ, συμπαραπλέω, ἐφεξῆς, ἐπεξῆς, παρά, συγκάθημαι, συγκάτημαι, συμπαρακαθέζομαι, προσυνοικέω, προσξυνοικέω, συμπαρεδρεύω, ἴκταρ, ὁμοῦ