пышно: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πλουσίως]] | |rueltext=[[πλουσίως]], [[τραγικῶς]], [[μεγαλοπρεπῶς]], [[μεγαλοπρεπέως]], [[ἀγαυρῶς]], [[μεγάλως]], [[σεμνῶς]], [[προστατικῶς]], [[πανηγυρικῶς]], [[ὀγκηρῶς]], [[ἐπισήμως]], [[σοβαρῶς]], [[μεγαλωστί]], [[περισσῶς]], [[ὑπερηφάνως]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 18 October 2019
Russian > Greek
πλουσίως, τραγικῶς, μεγαλοπρεπῶς, μεγαλοπρεπέως, ἀγαυρῶς, μεγάλως, σεμνῶς, προστατικῶς, πανηγυρικῶς, ὀγκηρῶς, ἐπισήμως, σοβαρῶς, μεγαλωστί, περισσῶς, ὑπερηφάνως