Ξενοφώντειος: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(Created page with "{{LSJ1 |Full diacritics=Ξενοφώντειος |Medium diacritics=Ξενοφώντειος |Low diacritics=Ξενοφώντειος |Capitals=ΞΕΝΟΦΩΝΤΕΙΟΣ |Trans...") |
(No difference)
|
Revision as of 12:46, 17 April 2020
English (LSJ)
from Xenophon: hence Adj. ξενοφώντειος, ξενοφώντεια, ξενοφώντειον,
A Xenophonian, of Xenophon or by Xenophon, λόγοι D.Chr.18.18.
Greek Monolingual
ξενοφώντειος, -εία, -ον (Α) Ξενοφών
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ξενοφώντα («λόγων τῶν ξενοφωντείων», Δίων Χρυσ.).