δίολκος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(9)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diolkos
|Transliteration C=diolkos
|Beta Code=di/olkos
|Beta Code=di/olkos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">slipway</b> for passage of ships across the Isthmus of Corinth, <span class="bibl">Str.7.2.1</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[slipway]] for passage of ships across the Isthmus of Corinth, <span class="bibl">Str.7.2.1</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:28, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίολκος Medium diacritics: δίολκος Low diacritics: δίολκος Capitals: ΔΙΟΛΚΟΣ
Transliteration A: díolkos Transliteration B: diolkos Transliteration C: diolkos Beta Code: di/olkos

English (LSJ)

ὁ,

   A slipway for passage of ships across the Isthmus of Corinth, Str.7.2.1.

German (Pape)

[Seite 633] ὁ, der Durchzug; so hietz eine Stelle auf dem Corinthischen Isthmus, wo die Schiffe über das Land aus dem einen Meere ins andere gelogen wurden, Strab. VIII p. 335. Bei Ptolem. 4, 5 auch eine Stelle an einer Nilmündung.

Greek (Liddell-Scott)

δίολκος: ὁ, τὸ μέρος τοῦ ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου, καθ’ ὃ τὰ πλοῖα ἐσύροντο ἀπὸ τῆς ἑτέρας εἰς τὴν ἑτέραν θάλασσαν, Στράβων 335.

Greek Monolingual

ο (AM δίολκος) ολκός
ο πλακόστρωτος δρόμος κατά μήκος του ισθμού της Κορίνθου για να μεταφέρονται τα πλοία συρόμενα από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό και αντίστροφα
νεοελλ.
κάθε μέσο μεταφοράς πλοίων από μια θάλασσα σε άλλη
αρχ.
κλειστό στόμιο στις εκβολές του Νείλου.