κλιτικός: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "inflexion" to "inflection") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klitikos | |Transliteration C=klitikos | ||
|Beta Code=klitiko/s | |Beta Code=klitiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[inflectional]], τὸ κ. μέρος <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>180.10</span>; <b class="b3">κ. ἔκτασις</b> [[temporal]] augment, <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span> 2.81</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>295.14</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:10, 28 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A inflectional, τὸ κ. μέρος A.D.Synt.180.10; κ. ἔκτασις temporal augment, Choerob. in Theod. 2.81, EM295.14.
German (Pape)
[Seite 1455] zur grammatischen Abwandlung eines Wortes, zur Deklination und Conjugation gehörig, E. M. u. Apoll. Dysc.
Greek (Liddell-Scott)
κλῐτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν κλίσιν ἢ τὸν σχηματισμόν, κλ. ἔκτασις, ἡ χρονικὴ αὔξησις, κλιτικὴ ἔκτασις Ἐτυμ. Μέγ. 295. 14.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κλιτικός, -ή, -όν) κλίνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλίση τών κλιτών μερών του λόγου («εἰς τὸ κλιτικὸν μέρος», Απολλ. Δύσκ.)
νεοελλ.
φρ. «κλιτικές γλώσσες»
γλωσσ. παλαιότερος όρος για τις κλιτές γλώσσες.
Russian (Dvoretsky)
κλῐτικός: κλίσις 4] грам. флексионный.