μεσευθύς: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(24) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesefthys | |Transliteration C=mesefthys | ||
|Beta Code=meseuqu/s | |Beta Code=meseuqu/s | ||
|Definition=ύ, gen. εος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">between the even ones</b>: Pythag. name for the number <span class="bibl">6</span>, as <b class="b2">half-way between</b> <span class="bibl">2</span> | |Definition=ύ, gen. εος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">between the even ones</b>: Pythag. name for the number <span class="bibl">6</span>, as <b class="b2">half-way between</b> <span class="bibl">2</span> [[and]] <span class="bibl">10</span>, the first and last of the even (εὐθεῖς) numbers in the denary scale, <span class="bibl">Clem.Al.<span class="title">Strom.</span>6.139.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:09, 28 June 2020
English (LSJ)
ύ, gen. εος,
A between the even ones: Pythag. name for the number 6, as half-way between 2 and 10, the first and last of the even (εὐθεῖς) numbers in the denary scale, Clem.Al.Strom.6.139.2.
German (Pape)
[Seite 137] ύ, zwischen dem Graden in der Mitte, so hieß bei den Pythagoräern die Zahl sechs, als in der Mitte liegend zwischen zwei und zehn, Clem. Al. strom. 6 p. 811.
Greek (Liddell-Scott)
μεσευθύς: ύ, γεν. -έος, ὁ μεταξὺ τῶν εὐθέων ἢ ἀρτίων· Πυθαγόρειον ὄνομα τοῦ ἀριθμοῦ 6, ὡς εὑρισκομένου ἐν τῷ μέσῳ μεταξὺ τῶν ἀριθμῶν 2 καὶ 10, τοῦ πρώτου δηλ. καὶ ἐσχάτου τῶν ἀρτίων ἀριθμῶν (εὐθέων) ἐν τῇ δεκαδικῇ κλίμακι, Κλήμ. Ἀλ. 811.
Greek Monolingual
μεσευθύς, -ύ (Α)
ο αριθμός που βρίσκεται μεταξύ τών ευθέων και τών αρτίων, που, κατά τους Πυθαγορείους, ήταν ο αριθμός 6 επειδή απείχε ίση απόσταση από τους αριθμούς 2 και 10, δηλαδή από τον πρώτο και τον τελευταίο άρτιο αριθμό στη δεκαδική κλίμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + εὐθύς).