μετοπωρινός: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">Aër</b>" to "Aër") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metoporinos | |Transliteration C=metoporinos | ||
|Beta Code=metopwrino/s | |Beta Code=metopwrino/s | ||
|Definition=ή, όν (later μεθοπωρινός (q. v.)), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν (later μεθοπωρινός (q. v.)), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[autumnal]], νύκτες <span class="bibl">Th.7.87</span>; ὁ μ. χρόνος <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>17.2</span>; ἄμεινον τὸ μ. μέλι <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 553b27</span>; μ. ἰσημερία <span class="bibl">Id.<span class="title">Mete.</span>364b2</span>, cf. Hp.Aër.11; μ. τροπαί <span class="bibl">Adam. <span class="title">Vent.</span>41</span>: neut.as Adv., μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>415</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:15, 28 June 2020
English (LSJ)
ή, όν (later μεθοπωρινός (q. v.)),
A autumnal, νύκτες Th.7.87; ὁ μ. χρόνος X.Oec.17.2; ἄμεινον τὸ μ. μέλι Arist.HA 553b27; μ. ἰσημερία Id.Mete.364b2, cf. Hp.Aër.11; μ. τροπαί Adam. Vent.41: neut.as Adv., μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Hes.Op.415.
German (Pape)
[Seite 162] im Spätherbst; ὀμβρεῖν, Hes. O. 417; Thuc. 7, 87; ὕδατα, Ath. II, 62.
Greek (Liddell-Scott)
μετοπωρῐνός: -ή, -όν, φθινοπωρινός, νύκτες Θουκ. 7. 87· ὁ μ. χρόνος Ξεν. Οἰκ. 17, 12· ἄμεινον τὸ μ. μέλι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 4· μετοπωρινὸς κύκλος = ἰσημερινὸς κύκλος Φίλων Ι, 492, 42· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., μετοπωρινὸν ὀμβρεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413 [Πρβλ. ὀπωρινός].
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de la fin de l’automne.
Étymologie: μετόπωρον.
Greek Monolingual
μετοπωρινός, -ή, -όν (ΑΜ) μετόπωρον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο, ο φθινοπωρινός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μετοπωρινόν
κατά την περίοδο του φθινοπώρου.
Greek Monotonic
μετοπωρῐνός: -ή, -όν, φθινοπωρινός, σε Θουκ., Ξεν.· το ουδ. ως επίρρ., σε Ησίοδ. (πρβλ. ὀπωρινός).
Russian (Dvoretsky)
μετοπωρῐνός: осенний (χρόνος Xen.; νύκτες Thuc.; μέλι Arst.).
Middle Liddell
μετοπωρῐνός, ή, όν
autumnal, Thuc., Xen.:—neut. as adv., Hes. [Cf. ὀπωρινός.] [from μετόπωρον