ξιφοειδής: Difference between revisions
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
(27) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksifoeidis | |Transliteration C=ksifoeidis | ||
|Beta Code=cifoeidh/s | |Beta Code=cifoeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">sword-shaped</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>7.13.1</span>, <span class="bibl">Str.3.5</span>. <span class="bibl">10</span> ; ὀστοῦν Gal.2.496 ; <b class="b3">χόνδρος</b> the | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">sword-shaped</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>7.13.1</span>, <span class="bibl">Str.3.5</span>. <span class="bibl">10</span> ; ὀστοῦν Gal.2.496 ; <b class="b3">χόνδρος</b> the [[ensiform]] cartilage, <span class="bibl">Id.<span class="title">UP</span>6.3</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:40, 28 June 2020
English (LSJ)
ές,
A sword-shaped, Thphr.HP7.13.1, Str.3.5. 10 ; ὀστοῦν Gal.2.496 ; χόνδρος the ensiform cartilage, Id.UP6.3, al.
German (Pape)
[Seite 280] ές, schwertförmig, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ξίφους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 7. 13. 1.
Greek Monolingual
-ές (Α ξιφοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ξίφος, που έχει το σχήμα ξίφους
νεοελλ.
φρ. «ξιφοειδής απόφυση»
ανατ. η οξεία, εν μέρει οστέινη και εν μέρει χόνδρινη, κατάληξη του οστού του στέρνου, που αποτελεί το κατώτερο τμήμα του, αλλ. ξιφίστερνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ειδής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xiphoid].