περιαλιφή: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(32)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perialifi
|Transliteration C=perialifi
|Beta Code=perialifh/
|Beta Code=perialifh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">whitewashing</b>, IG22.1672.61.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[whitewashing]], IG22.1672.61.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[επίχριση]] με ασβέστη, το [[ασβέστωμα]], το [[άσπρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιαλείφω]]. Ο τ. <i>ἀ</i>-<i>λιφ</i>-<i>ή</i>, παρλλ. του [[ἀλοιφή]], εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[ἀλείφω]], αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη [[γραφή]] (<b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-<i>αλιφή</i>)].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[επίχριση]] με ασβέστη, το [[ασβέστωμα]], το [[άσπρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιαλείφω]]. Ο τ. <i>ἀ</i>-<i>λιφ</i>-<i>ή</i>, παρλλ. του [[ἀλοιφή]], εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[ἀλείφω]], αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη [[γραφή]] (<b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-<i>αλιφή</i>)].
}}
}}

Revision as of 18:20, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιᾰλῐφή Medium diacritics: περιαλιφή Low diacritics: περιαλιφή Capitals: ΠΕΡΙΑΛΙΦΗ
Transliteration A: perialiphḗ Transliteration B: perialiphē Transliteration C: perialifi Beta Code: perialifh/

English (LSJ)

ἡ,

   A whitewashing, IG22.1672.61.

Greek Monolingual

ἡ, Α
επίχριση με ασβέστη, το ασβέστωμα, το άσπρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιαλείφω. Ο τ. -λιφ-ή, παρλλ. του ἀλοιφή, εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του ἀλείφω, αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη γραφή (πρβλ. κατ-αλιφή)].