σκληρυντικός: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(37)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skliryntikos
|Transliteration C=skliryntikos
|Beta Code=sklhruntiko/s
|Beta Code=sklhruntiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hardening</b>, Dsc.1.39, Gal.11.710.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hardening]], Dsc.1.39, Gal.11.710.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:45, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρυντικός Medium diacritics: σκληρυντικός Low diacritics: σκληρυντικός Capitals: ΣΚΛΗΡΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sklēryntikós Transliteration B: sklēryntikos Transliteration C: skliryntikos Beta Code: sklhruntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hardening, Dsc.1.39, Gal.11.710.

German (Pape)

[Seite 901] hart machend, verhärtend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρυντικός: -ή, -όν, ὁ σκληρύνων, Ἰατρ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκληρυντικός, -ή, -όν, ΝΑ σκληρύνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκλήρυνση και, κυρίως, αυτός που συντελεί στη σκλήρυνση
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός ιστού που υπέστη σκλήρυνση ως συνέπεια παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων.