συγκεκομμένως: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(39)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkekommenos
|Transliteration C=sygkekommenos
|Beta Code=sugkekomme/nws
|Beta Code=sugkekomme/nws
|Definition=Adv. of <b class="b3">συγκόπτω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">concisely</b>, AB751.</span>
|Definition=Adv. of <b class="b3">συγκόπτω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[concisely]], AB751.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:50, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεκομμένως Medium diacritics: συγκεκομμένως Low diacritics: συγκεκομμένως Capitals: ΣΥΓΚΕΚΟΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synkekomménōs Transliteration B: synkekommenōs Transliteration C: sygkekommenos Beta Code: sugkekomme/nws

English (LSJ)

Adv. of συγκόπτω,

   A concisely, AB751.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεκομμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγκόπτω, κατὰ συγκοπὴν ἢ συντόμως, Α. Β. 751. ΙΙ. ἐν λιποθυμίᾳ ἢ συγκοπῇ τῆς καρδίας, Ψελλ. ἐν Ideler. Phys. 1. 231. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ., κατὰ συγκοπήν, ἐν συγκεκομμένῳ τύπῳ, Ἐτυμολ. Γουδ. 631. 57.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν
επίρρ. με σύντμηση ή με συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκομμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του συγκόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν
επίρρ. με σύντμηση ή με συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκομμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του συγκόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].