συνδρομάς: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syndromas
|Transliteration C=syndromas
|Beta Code=sundroma/s
|Beta Code=sundroma/s
|Definition=άδος, pecul. fem. of <b class="b3">σύνδρομος, πέτραι αἱ σ</b>., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[συμπληγάδες]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>421</span> (lyr.); <b class="b3">Κυάνεαι σ</b>. <span class="bibl">Theoc.13.22</span>; <b class="b3">μέσας τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας</b> (two) mean <b class="b2">proportionals</b> to extremes, <span class="bibl">Eratosth. 35.6</span>.</span>
|Definition=άδος, pecul. fem. of <b class="b3">σύνδρομος, πέτραι αἱ σ</b>., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[συμπληγάδες]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>421</span> (lyr.); <b class="b3">Κυάνεαι σ</b>. <span class="bibl">Theoc.13.22</span>; <b class="b3">μέσας τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας</b> (two) mean [[proportionals]] to extremes, <span class="bibl">Eratosth. 35.6</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:30, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδρομάς Medium diacritics: συνδρομάς Low diacritics: συνδρομάς Capitals: ΣΥΝΔΡΟΜΑΣ
Transliteration A: syndromás Transliteration B: syndromas Transliteration C: syndromas Beta Code: sundroma/s

English (LSJ)

άδος, pecul. fem. of σύνδρομος, πέτραι αἱ σ.,

   A = συμπληγάδες, E.IT421 (lyr.); Κυάνεαι σ. Theoc.13.22; μέσας τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας (two) mean proportionals to extremes, Eratosth. 35.6.

German (Pape)

[Seite 1009] άδος, ἡ, bes. fem. zu σύνδρομος; πέτραι, = συμπληγάδες, Eur. I. T 422; γραμμαί, Eratosth.

Greek (Liddell-Scott)

συνδρομάς: -άδος, ἰδιότυπον θηλυκ. τοῦ σύνδρομος, αἱ σ. πέτραι, = συμπληγάδες, Εὐρ. Ι. Τ. 422· σ. Κυάνεαι Θεόκρ. 13. 22.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f. c. σύνδρομος.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
ιδιότυπος τ. θηλ. του επιθ. σύνδρομος («πέτρας τὰς συνδρομάδας» — δηλαδή τις συμπληγάδες, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδρομος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. λεπρ-άς)].

Greek Monotonic

συνδρομάς: -άδος, θηλ. του σύνδρομος·, αἱ συνδρομάδες πέτραι = συμπληγάδες, σε Ευρ.· συνδρομάδες Κυάνεαι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

συνδρομάς: άδος adj. f сбегающаяся, сталкивающаяся: αἱ συνδρομάδες πέτραι Eur. = αἱ Συμπληγάδες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδρομάς -άδος [σύνδρομος] tegen elkaar botsend:. αἱ συνδρομάδαι ( πέτραι ) de rotsen die tegen elkaar botsen (de Symplegaden).

Middle Liddell

συνδρομάς, άδος, [fem. of σύνδρομος
αἱ ς. πέτραι, = συμπληγάδες, Eur.; ς. Κυάνεαι Theocr.