τερατούργημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
(41)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=teratoyrgima
|Transliteration C=teratoyrgima
|Beta Code=teratou/rghma
|Beta Code=teratou/rghma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">miracle</b>, Suid. s.v. [[Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης]].</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[miracle]], Suid. s.v. [[Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:50, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτούργημα Medium diacritics: τερατούργημα Low diacritics: τερατούργημα Capitals: ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: teratoúrgēma Transliteration B: teratourgēma Transliteration C: teratoyrgima Beta Code: teratou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A miracle, Suid. s.v. Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης.

German (Pape)

[Seite 1093] τό, Wunderthat, Gaukelei, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτούργημα: τό, τεράτευα, Θεοφύλ. Σιμ. 80. 17, θαυμαστὴ πρᾶξις, Μεθόδ. 372C.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ τερατουργῶ
νεοελλ.
1. τερατώδες έργο
2. αποτρόπαιη πράξη, ενέργεια ιδιάζουσας ανηθικότητας και εγκληματικότητας
μσν.-αρχ.
1. πράξη που προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό και φόβο, θαύμα
2. αφήγηση θαυμαστών φυσικών φαινομένων και, γενικά αλλόκοτων, παράξενων πραγμάτων, τερατολογία.