τρυπητός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(42)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trypitos
|Transliteration C=trypitos
|Beta Code=truphto/s
|Beta Code=truphto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pierced</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>69.1</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pierced]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>69.1</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 20:53, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡπητός Medium diacritics: τρυπητός Low diacritics: τρυπητός Capitals: ΤΡΥΠΗΤΟΣ
Transliteration A: trypētós Transliteration B: trypētos Transliteration C: trypitos Beta Code: truphto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A pierced, Arist.Ath.69.1.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡπητός: -όν, τετρυπημένος, τρυπητός, περὶ τὸν λεγόμενον τρυπητὸν λίθον Νικήτ. Χρον. 361Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρυπητός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρυπῶ
αυτός που έχει οπές, διάτρητος, τρυπημένος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η τρυπητή
(ενν. κουτάλα) κουτάλα με τρύπες κατάλληλη για το σερβίρισμα διαφόρων εδεσμάτων
2. το ουδ. ως ουσ. το τρυπητό
α) διάτρητο μαγειρικό σκεύος κατάλληλο για την αποστράγγιση φαγητών, σουρωτήρι
β) διυλιστήρας.