ἀντοχή: Difference between revisions
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(5) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antochi | |Transliteration C=antochi | ||
|Beta Code=a)ntoxh/ | |Beta Code=a)ntoxh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[adhesion]], <span class="bibl">Orib.45.2.6</span>, Gal.19.440. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[attachment]], c. gen., <b class="b3">ἑαυτῶν</b>, of rings, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.67</span>: metaph., <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Ti.</span> 1.75</span> D.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:25, 29 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A adhesion, Orib.45.2.6, Gal.19.440. II attachment, c. gen., ἑαυτῶν, of rings, Alex.Aphr.Pr.2.67: metaph., Procl.in Ti. 1.75 D.
German (Pape)
[Seite 265] (ἀντέχομαι), ἡ, das Gegen-, Anhalten; der Zusammenhang, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντοχή: ἡ, τὸ ἀντέχεσθαι, συνοχή, συνάφεια, τὰ δὲ ὁμιλεῖ ἑαυτοῖς κατ’ ἀντοχὴν καὶ περιπλοκὴν Ἀλέξ. Ἀφροδ. προβλ. 2, 67, σ. 75. 14.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 inserción προσάρτησίς ἐστιν ὑμένων μακροτέρων ἀντοχὴ πρὸς τὰ παρακείμενα σώματα Gal.19.440, cf. Orib.45.2.6.
2 ligazón, unión ἑαυτῶν de anillos, Alex.Aphr.Pr.2.67
•fig. τῶν αἰτίων Procl.in Ti.1.75.10.
Greek Monolingual
η (Α ἀντοχή)
νεοελλ.
1. δυνατότητα αντίδρασης σε καταστρεπτική ενέργεια
2. δύναμη των ζωικών οργανισμών να υπομένουν κάτι
3. (για ανθρώπους) ψυχική δύναμη, αντίσταση σε ψυχολογικές πιέσεις
4. (για πράγματα) ανθεκτικότητα, δύναμη αντίστασης στη φθορά
αρχ.
1. συνοχή, συνεκτικότητα, συνάφεια
2. αφοσίωση, προσήλωση σε κάτι.